Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Κύπρος, το γκρέμισμα των στερεοτύπων

Κάπου εκεί στην Γερμανία, ένα άτυχο πρωινό του Οκτώβρη, μου λάχε να γνωρίσω έναν Κύπριο, με μακρύ μαλλί, αξύριστο πρόσωπο, είχε γενειάδα …λες κ ήταν παπάς, σας ομολογώ ταράχτηκα, κ του άρεσε λέει ο Άσιμος κ ο Παύλος, κ όχι έτσι απλά, αλλά τα μπλουζ του πρίγκιπα…Κάπως έτσι, άρχισαν να μου καταρρίπτονται τα στερεότυπα, πολλών …μην πω όλων, των καλαμαράδων αριστερών, για τους πλούσιους κ ωχαδερφιστές κυπραίους αδερφούς μας!

Και λίγο οι πολλαπλές λεκτικές κ φιλοσοφικές μας κόντρες, λίγο ο αδάμαστος χαρακτήρας του, λίγο αυτή η άλλη οπτική που είχε για την πολιτική, για την ζωή, για τον τόπό του, για το Κυπριακό …, με έβαλε να διαβάσω, να μάθω, να προβληματιστώ και τελικά να ασχοληθώ κάπως πιο σοβαρά με το πρόβλημα αυτό. Ένα ζήτημα, που όλοι οι Ελλαδίτες θαρρούμε πως γνωρίζουμε, πως κατέχουμε, μα τελικά λίγη μυρωδιά έχουμε πάρει κ αυτή νοθευμένη τις πλείστες φορές.

Έτσι ο Φλεβάρης με βρήκε στην Κύπρο, να αρμενίζω στα σοκάκια της Λευκωσίας, ψάχνοντας την ιστορική εκείνη αλήθεια, που λείπει, από τα βιβλία μας, λείπει από τα κιτάπια που μας αράδιαζαν στα Πανεπιστήμια, για να ειδικευτούμε στο εθνικό μας θέμα, την αλήθεια των απλών, καθημερινών κυπρίων.

Δεν θα έκανα διαχωρισμό, είτε αυτοί θα ΄ταν από εκεί, είτε αυτοί θα ταν από εδώ, εγώ το ίδιο θα τους ένιωθα, με παρακινούσα στο ταξίδι πάνω από την Μεσόγειο. Όλοι κύπριοι είναι, μην το ξεχνάς, μου θύμιζε η φωνή εκείνη που ερχόταν θαρρείς, από τα μέσα μου, να μου υπενθυμίσει όλες εκείνες τις στιγμές που αντιμαχόμουν τον εθνικισμό και το δίδυμο αδερφάκι του, τον πατριωτισμό στα αμφιθέατρα κ στις συναγωγές των ταβερνείων με τους συντρόφους. Καμία διάκριση, μήτε αρνητική, μα κυρίως μήτε θετική, μονάχα ταξική, μου υπενθύμιζα, φοβούμενη θαρρώ, τον ίδιο μου τον εαυτό. Έμεναν όμως κάτι απορίες, που μου τριβέλιζαν σαν κουνούπια τα αυτιά.

Πως θα νιώσεις μόλις δει την τουρκοκυπριακή σημαία να αχνοφαίνεται καθώς θα κοιτάς τον Πενταδάκτυλο, θα σου ξυπνήσει άραγε εκείνη η συλλογική μνήμη, για τους αιμοσταγής Τούρκους; Κι έπειτα, μόλις θα σε περικυκλώσουν οι Ενωτικοί, που τυγχάνει να είναι κ πρόσφυγες, πως θα τους ρωτήσεις για την δράση της ΕΟΚΑ το '64; Πως θα τους πεις, όλα αυτά που τόσο γλαφυρά κ επιστημονικά παραδέχεσαι μπρος στα γερμανικά αμφιθέατρα; Κι έπειτα, πως θα περάσεις από εκεί; Μην και σε πετύχει κανένας γκρίζος λύκος, και δεν ξαναγυρίσεις ποτέ μήτε από εδώ, μήτε από εκεί; Και μετά, πως θα πας να ρωτήσεις τους Κυπρίους για οτιδήποτε, με εκείνη την τέλεια αθηναίστικη προφορά, που θυμίζει, για κάποιους τις ένδοξες μέρες, που δεν έζησαν ποτέ, για κάτι άλλους, την Χούντα κ το πραξικόπημα του Σαμψών, για κάτι άλλους την εισβολή και την προδοτική στάση άλλων, και για κείνους, τον λόγο που τους οδήγησε να ζουν χωριστά φίλοι και γείτονες, τον λόγο της οικονομικής τους εξαθλίωσης και της συνεχιζόμενης απομόνωσης.

Έφτασα, ο μαλλίας μου με περίμενε, χωρίς γενειάδα πια, μα με ένα τεράστιο χαμόγελο και με μια αδιόρατη προσμονή στα μάτια, για κείνα που θα ανακαλύπταμε. Το ταξίδι στους δρόμους του νησιού, στις θάλασσες των γερασμένων περιμένοντας την κάποια λύση βλεμμάτων, ξεκινούσε.

Και καθώς προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με την ανάποδη ροή των αυτοκινήτων, στο πίσω κάθισμα, βρισκόταν ήδη άλλος ένας μαλλίας, δάσκαλος λέει, θα μας πήγαινε, απέναντι…Η πρώτη στάση; Στην δικιά μας, Λήδρας! Να δεις τον καπιταλισμό μας, μου παν, κ οι δυο γελώντας. Μα καλά, σκεφτόμουν, τον καπιταλισμό σας θα δω ή τα συρματοπλέγματα που σας χωρίζουν, τα στερεότυπα των καλαμαράδων άρχισαν να πυροβολούν το νου! Λες και δεν ταυτίζονται στην επιφάνεια κ στην ουσία οι δυο αυτές εικόνες.

Ένας μεσήλιξ μας συνόδευσε στον καφέ. " Έπαιζα μου λέει το '64 τους τούρκους, μαζί με τους άλλους παρέα. Έπαιξα πολλούς, ήταν στις φασαρίες τότε, ξέρεις, τους γειτοναίους μου έπαιξα, μην ρωτάς πολλά, ήταν άσχημα τα πράγματα, μικρό παιδί ήμουν, μα έπαιζα καλά! Έπειτα έφυγαν αυτοί, κι δεν μπορούσαμε να περάσουμε, να πάμε στην Κερύνεια, κάναμε ολόκληρους κύκλους, μας έκοβαν τον δρόμο, ξέρεις." Όχι δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα! Έπαιζα, σημαίνει ντουφέκιζα, μου ψιθύρισε, ο δάσκαλος!

Ναι, τώρα ξέρω, τώρα κατάλαβα. Εσείς;

Βαδίζαμε στην Λήδρας, ένα φανταράκι μοναχό του ήταν στην σκοπιά να κοιτά βαριεστημένο, πότε τον δρόμο, πότε τα σύρματα. Κάπως έτσι τα περίμενα, καθαρά, ευρωπαϊκά, πλούσια, μα χωριστά.

Από εκεί θα πάμε τώρα, έσκουζαν οι μαλλίαδες, βλέπεις; 100 μέτρα είναι και εμείς θα πάρουμε το αμάξι, θα ξεπαρκάρουμε, θα προχωρήσουμε, θα ξαναπαρκάρουμε, θα περπατήσουμε, θα δώσουμε ταυτότητες, θα περπατήσουμε άλλα 15 λεπτά και μετά θα φτάσουμε! Ολόκληρο το Κυπριακό, δοσμένο με οδικές οδηγίες. Ίσως να φαντάζει μια υπερβολή, μα αυτή είναι η καθημερινή πραγματικότητα για όσους ζουν σε τούτο το νησί.

Πέρασα και την πράσινη ζώνη, το Λήδρα Πάλλας, είδα τις τουφεκιές, είδα τα συρματοπλέγματα του αίσχους, είδα τα κολάζ των εθνικισμών, είδα την ελληνική και την τούρκικη σημαία να κυματίζουν ακλόνητες από την μια και την άλλη πλευρά. Έδωσα ταυτότητα, την πήρα πίσω και προχώρησα στην από εκεί μεριά, ψάχνοντας να επιβεβαιώσω έστω και ένα από τα στερεότυπα, που μας γέμιζαν τις καρδιές και το μυαλό, οι δάσκαλοί μας, τα βιβλία μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Αλήθεια θα σας πω, δεν βρήκα μήτε μια σπιθαμή γης, μήτε ένα βλέμμα, μήτε μια φάτσα γουρουνιού, μήτε έναν σατράπη, μήτε μια μουσούδα αιμοσταγούς εκ Μογγολίας ορμώμενου ανθρωπάριου, δεν βρήκα τίποτα.

Περπατάγαμε κι ακόμα έψαχνα, μέσα στις παιδικές φωνές, μέσα στο πλήθος κυπρίων, εποίκων, τουριστών και αθίγγανων, έψαχνα παντού. Μα τίποτε, μια μαυρίλα με πλάκωσε και ένα πετάρισμα της καρδίας, ένα ξεμούδιασμα, βρίσκομαι από εκεί, μα τελικά δεν διαφέρει από το από εδώ. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, χαρούμενοι, βιαστικοί, με ψώνια, με τσάντες, αραγμένοι στον ήλιο, ερωτευμένοι, απογοητευμένοι, όμορφοι, άσχημοι, παιχνιδιάρηδες, ευγενείς, κι αγροίκοι. Όπως από εδώ.

Περπατάγαμε, δεν έψαχνα πια, φωτογράφιζα με ασταμάτητα κλικ του νου, τις στιγμές, φύλαγα στις αποθήκες της όσφρησης της μυρωδιές, ήμουν στην Κύπρο, για ήμουν στην Ανατολή; Μα αν έχεις ζήσει καιρό στην Δύση, η Κύπρος είναι Ανατολή, αλλού, πιο πολύ, κι αλλού πιο λίγο, μα παραμένουν επιθετική προσδιορισμοί, της ίδιας εννοιολογικής γεωγραφικής συνιστώσας, της Ανατολής.

Και κάπου εκεί, η ταξική μου καταγωγή θέτε; Η εμμονή μου να ψάχνω τις αντίθεσης του καπιταλιστικού συστήματος; Η χρόνια ασθένεια του κομμουνιστή; Με μάζεψαν από το ταξίδι του τουρίστα και με πήγαν στην φτώχεια. Στα παιδιά που έτρεχαν κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό και την υγρασία που περόνιαζε, ξυπόλητα, στους γέρους που φόραγαν παλιορίζικα ρούχα, στις γυναίκες που κράταγαν ακόμα καφάσια στο κεφάλι, σε μια προσπάθεια να μεταφέρουν την πραμάτεια τους, τα ψώνια τους στα χαμόσπιτα και στις τεράστιες, βρώμικες, μαυρισμένες, απαίσιες πολυκατοικίες. Μαύρη φτώχεια, που λέει κ η μάνα μου.

Φτάσαμε στην Λήδρας, παζάρι, φωνές, μαγαζιά, μα κάτι ήταν διαφορετικό. Δεν ήταν όλα καθαρά, δεν ήταν ευρωπαϊκά, δεν ήταν καπιταλιστικά, που έλεγαν οι μαλλιάδες. ήταν πιο βρώμικα, πιο υπανάπτυκτα, πιο …ανατολικά. Εδώ ζουν οι έποικοι! Και τους ξεχωρίζεις μου είπαν, γιατί είναι πιο φτωχοί, πιο μαυριδεροί, αγράμματοι συνήθως, που μήτε οι τουρκοκύπριοι τους θέλουν, μήτε οι δικοί μας, μου εξήγησε ο δάσκαλος. Μα πως αναρωτιόμουν, τους έφεραν για να ενισχύσουν τους τ/κ και αυτοί δεν τους θέλουν; Όχι, γιατί είναι πιο φτωχοί, πιο βρώμικοι, πιο ανατολίτες, απάντησα μονάχη μου, ας είναι ίδια φάρα, είναι κατώτεροι …οικονομικά, πολιτισμικά, λαογραφικά.

Φάγαμε, μας μίλησαν ελληνικά, ευγενέστατοι όλοι οι θαμώνες του υπαίθριου καφενέ. Απέναντι μου μια εκκλησιά, ένα τεράστιο μουσειακό κτήριο, να θυμίζει πως κάποια πράγματα, μένουν αν όχι αναλλοίωτα και ίδια στο πέρασμα του χρόνου, μένουν όμως σταθερά, με λίγες αλλοιώσεις, όσο οι υπερβάσεις δεν τα παρασέρνουν στο διάβα τους. Έως ότου, μια μπουλντόζα γκρεμίσει το κτίσμα αυτό, στην ανάγκη να δημιουργήσει ένα νέο, έως ότου οι λαοί πουν φτάνει πια και σπάσουν τα δεσμά της, της επικυριαρχίας τους.

Μια έκπληξη μας περίμενε, μια υπαίθρια γιορτή, η μέρα της περιτομής ενός μικρού εποίκου. Μέσα στα λασπωμένα χώματα χόρευαν και τραγουδούσαν νέοι, νέες και παιδιά. Έτρεχαν, πάλευαν να κερδίσουν τα φλας των μηχανών μας, που άστραφταν στην πάλη να αποθανατίσουμε την χαρά, την αντίθεση, την ομοιότητα, την σύνθετη πραγματικότητα της χωρισμένης μα κοινής πατρώας γης. Άλλα ξυπόλητα, άλλα με πασούμια καλοκαιρινά, άλλα με σκισμένες και αχρηστεμένες γόβες, άλλα με χρυσά βραχιόλια και τσιγγάνικες φούστες, άλλα με λερωμένα τζιν και πολυφορεμένα σακάκια, άλλα με ολοκαίνουρια φουστάνια και σκισμένα καλσόν, όλα παιδιά διάφορων ηλικιών, που γιόρταζαν, χόρευαν, γλεντούσαν κάτω από τους ήχους γνώριμων μελωδιών, σε μια άλλη γλώσσα.

Φύγαμε αμίλητοι, καταλάγιαζαν μέσα μας αντιθετικές σκέψεις, αντιθετικά συναισθήματα, μήτε τώρα μπορώ να τα περιγράψω, μισά θα είναι ότι κ αν πω.

Στον γυρισμό, ένας καφενές μας κέντρισε την ματιά. Παππούδες έπαιζαν τάβλι, διάβαζαν εφημερίδες και σχολίαζαν τις εκλογές. Μας κέρασαν καφέ, μας μίλησαν για την δική τους προσφυγιά, για τα δικά τους σπίτια που άφησαν μες στο φόβο των επιθέσεων, για την δική τους από εκεί πατρίδα, για τους δικούς τους σκοτωμένους, για τις δικές του δύσκολες εποχές, κείνες των 11 λησμονημένων χρόνων, για τους δικούς τους ξένους-τους εποίκους.

Μας μίλησαν για όσα εμείς ξεχνάμε, για κείνα που δεν θέλουμε να πούμε, για όσα δεν μας διδάσκουν, για κείνα που επιδεικτικά αγνοούμαι. Για τις ταξικές αντιθέσεις στο δικό τους μετερίζι, για τις δυο σημαίες που κυματίζουν και τους χαλούν το βλέμμα, μια γαλανόλευκη και μια κοκκινωπή, για κείνους που τους θυμίζουν πως πρέπει να ζουν χωριστά, τους στρατούς κατοχής και για όσα τους ένωναν και τους ενώνουν, η ίδια, οι ίδιοι πόνοι και τα ίδια βάσανα, οι ίδιες μουσικές και τα ίδια φτερουγίσματα της καρδιάς, οι ίδιοι πόθοι και τα ίδια όνειρα, οι ίδιοι εκμεταλλευτές και τα ίδια συμφέροντα ντόπιων και ξένων λύκων.

συνεχίζεται…

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Όταν με το καλό ξανάρθεις εδώ στη Λευκωσία, να μας ειδοποιήσεις. Να σε φιλέψουμε κουβέντα και κρασί στη βεράντα, βόλτα στην ίσως πια ανοιχτή Λήδρας , σκόνη από την ιστορία αυτού του τόπου που πάσχει να αναπνεύσει από τη μέγγενη των ασφυκτικών μητέρων πατρίδων και που παρόλαυτα ξέρει και να γελάει και να αυτοσαρκάζεται και να φτιάχνει στον αέρα χαρμάνι την τσίκνα της σούβλας με το άρωμα της πασχαλιάς. Με συγκίνησες.

marizetaa είπε...

@politispittas

Φίλτατε,

με συγκίνησε η Κύπρος, με συγκίνησε η Λευκωσία, ερωτεύτηκα την Λήδρας, πως γίνετε σε 100 μέτρα γης, να κρύβεται συμπληκνωμένη η ιστορία, η αλήθεια και τα αδιέξοδα ενός τόπου.
Με γοήτευσανν πολλοί Κύπριοι με την καλοσύνη τους, την ευγένεια τους, την ανατολίτικη καρδία τους.

Μα αγαπήτε, με έπνιξε ο εθνικισμός, με έπνιξε μια εμμονή σε μισές αλήθειες, με έπνιξε η συνεχής υποτίμηση του γείτονα.

Θα έρθω,μόλις ανοίξει η Λήδρας, θα έρθω να περπατήσω με κοίνους τους μαλλιάδες, θα έρθω να αναπνεύσουμε λίγο πιο ελεύθερα, πιο κύπριακα, πιο έμορφα.

Διαβάζω, βέβαια την κουβέντα στο άρθρο σου, και με στεναχωρεί να βλέπω, αρνητικό σκεπτικισμό, σε μια τόσο ευχάριστη είδηση. Με στεναχωρεί να βλέπω μάτια να συννεφιάζουν, στην σκέψη πως το νησί ετούτο τελικά δεν ανήκει μοναχά σε εμάς.

θα σας έρθω όμως, για καφέ στην βεράντα και για τις μυρωδιές του καλοκαιριού, και τα χρώματα των κορυφογραμμών σας.

Ευχαριστώ