Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

ένα ακόμα ταξίδι...αφιερωμένο


Καμιά φορά μας παρασέρνουν τα λόγια,
ο πόνος, οι πληγές, οι αναζητήσεις,
οι αγωνίες κ οι αμφιβολίες ανθρώπων
που δεν ξέρουμε, που δεν έχουμε μοιραστεί μαζί τους τίποτα πιότερο από δυο βράδια, δυο στιγμές, λίγες ανάσες στις θολές από την κάπνα ταβέρνες, ή και ακόμα λιγότερα, μονάχα λίγες γραμμές ίσως σε ένα φόρουμ, λίγες αράδες ανταπαντήσεων σε ένα μπλογκ, μας παρασέρνουν σε ένα ταξίδι αισθαντικό, σε ένα ταξίδι μιας παράξενης συνύπαρξης αορίστου χρόνου…
Κι ήταν όλες αυτές, όλες οι λίγες αυτές στιγμές αρκετές για να αισθανθούμε ζεστασιά, να νιώσουμε οικεία, να μας ταξιδέψουν σε θάλασσες αλληλοϋποστήριξης, σε λιμάνια κοινών πόθων, εμπειριών, κ από εκεί στο πιο όμορφο απάγκιο, εκείνο της μιας κ μοναδικής ανάγκης, της μέγιστης, της πιο ανθρώπινης, της απλής, της δίχως τίποτα περίσσιο ανάγκης, της αληθινής ανθρώπινης επαφής.
Μιας επαφής που δεν ζητά, δεν ρωτά, δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε, μα τα θέλει όλα, τα αναζητά όλα, τα ερμηνεύει κ τα εισπνέει όλα.
Το κείμενο αυτό, γράφτηκε με αφορμή μιας τέτοιας συνάντησης, που μου γέννησε τα πιο αγνά συναισθήματα για έναν άνθρωπο λεβέντη, που δεν τον σκιάζει τίποτε, μήτε περπατά ποτέ με το κεφάλι χάμω, μήτε ζητά συμπόνια. Σύντροφε, ξέρω όμως πως θες την σιγουριά εκείνη που όλοι μας ζητάμε, κείνη που όσοι ζουν την εκμετάλλευση στο πετσί τους, όσοι έζησαν τον έρωτα, την αγάπη, τον πόθο, το πάθος, την ξενιτιά, το ξεπούλημα των χεριών τους για λίγες δραχμούλες, την έχουμε ανάγκη, όχι για επιβεβαίωση μα για να προχωρήσουν ακόμα πιο δυνατοί, ακόμα πιο περήφανα, ακόμα πιο αντρίκεια στον κόσμο τούτο.
Δεν έχω πολλά εφόδια, παρά μόνο κάποια λιγοστά ταξίδια, κάποια βλέμματα, κάποιες στιγμές… Σας τις χαρίζω, όπως τις νιώθω, όπως τις βίωσα κ τις εξήγησα.
Μια εξομολόγηση ίσως να φανεί, όχι από ψυχής-πόσο αλήθεια άθλια είναι αυτή η λέξη, σαν να με προστάζει να βγω από το σώμα μου-μα από καρδίας. Στο ράδιο παίζει Άσιμος…
Στα ταξίδια μου τα καθημερινά μα και εκείνα τα μακρινά πάντα προσπαθώ με τα λιγοστά μου εφόδια να αφουγκραστώ τις ανάγκες που γεννάν τις συγκυρίες, να μυρίσω τα θέλω των ανθρώπων εκείνες τις μεταφυσικές κραυγές τους μα και κείνες- όλο και πιο σπάνια πια υλιστικές σκέψεις- που τους οδηγούν στις πράξεις που τους ορίζουν. Γέμισα στο διάβα των χρόνων μου με μεταφυσικές υστερίες για την ψυχή, το νου, τα θέλω και τα πρέπει, ηθικά καρναβάλια από κοριτσόπουλα ερωτευμένα με πλάσματα φανταστικά, από άντρες που ψάχνουν στον σάπιο εγωισμό της κτήσης τους, τις απαντήσεις των παντελονιών τους, από πολιτικάντηδες που παλεύουν να με πείσουν πως ειν της μοίρας μας γραφτό στον κόσμο τον άδικο αυτόν να ζούμε, γι αυτό ας πάρω μιαν ανάσα κι ας βολευτώ κι εγώ σε μια καρέκλα που τόσο πονετικά μου δίνουν, σαν τα συγχαρήκια των ετών που ξόδεψα καταπονώντας σώμα και πνεύμα.
Γέμισα όμως κι από μάχες, από πρόσωπα αληθινά όμορφα, που στέκονται θεριά μπρος του καιρού τα γυρίσματα, παλικάρια αληθινά, μιας ζωής στερημένης, γυναίκες που κάτω από την μπούργκα που τους φόρεσαν αμερικανοί τσαρλατάνοι κραδαίνουν σπαθί για να ρημάξουν τους υποδουλωτές τους, τούρκους δερβίσηδες που με υποδέχτηκαν στα σπίτια τους σαν φίλη αληθινή, σαν γειτόνισσα, μακριά από εθνικά μίση και πάθη, κούρδους συνοριοφύλακες, άντρες ζωσμένους με τα τουφέκια της λευτεριάς τους, παλαιστίνιους πρόσφυγες, που γέρασαν οι φωνές τους να μιλάν για τον ξεριζωμό, για τον σπαραγμό που κατάφερε η δύση στα πάτρια εδάφη τους. Βρήκαμε αλλού πατρίδα μου είπε ένα παιδάκι 9 χρονώ φέτος, μα γιατί μας έδιωξαν από την γη των προγόνων μας; Να πάω θέλω μια φορά εκεί που έχασε η γιαγιά μου το ποδάρι της θέλω, μα δεν μ αφήνουν τα σκυλιά των αφεντάδων. Και ένας άλλος στο Παρίσι κρατώντας με αγκαλιά να μην κρυώνω, μου θύμισε τι θα πει αξιοπρέπεια, με μια ιστορία για βιασμένες πλούσιες πια συζύγους, η αξιοπρέπεια του εργάτη μου είπε είναι πάνω από όλες τις ανάγκες, απ όλα τα αισθήματα και τους πόνους της καρδίας, πάνω από την αγάπη είναι μου πε, γιατί χωρίς αξιοπρέπεια όλα είναι υποταγμένα στην δύναμη όσων μας φυλακίζουν. Και κάτι έλληνες μετανάστες στην Γερμανία μου εξήγησαν την λέξη πατρίδα, όταν με δυο τζούρες μπύρας μου παν, δυο πατρίδες έχουμε εμείς, αυτή που γεννηθήκαμε κι αυτή που ζήσαμε, μεγαλώσαμε και γινήκαμε άνθρωποι… και μια Τρίτη, μου ΄πε ο κυρ Κώστας στο αυτί, ολάκερο τον κόσμο, αλλά μην το πεις δυνατά και μας ακούσουν…
Κάπως έτσι ταξίδεψα μέχρις τα σήμερα, ψάχνοντας απαντήσεις, μυρίζοντας τόπους τοπία και ανθρώπους, αναζητώντας την αλήθεια, γυρεύοντας τα δίκια των καθημερινών καταπιεσμένων και κατατρεγμένων της γης ετούτης, και άλλοτε γυρεύοντας τον έρωτα και τον πόλεμο. Μοναχικό το ταξίδι, γιατί στην πλάση τούτη, δεν βρίσκεις συνοδοιπόρους εύκολα για τέτοια ταξίδια, πέρα από την φαντασία, πέρα από τον δυτικό τουρισμό της χλίδας και των φαντασιακών ονειρώξεων, δεν βρίσκεις συνοδοιπόρους σε ένα ταξίδι της γύμνιας, των κρυστάλλινων βλεμμάτων. Μα συνήθισα πια, και έμαθα να λέω ένα ευχαριστώ από καρδιάς, όταν κάποιο κρύο βράδυ ή κάποιο ζεστό απομεσήμερο, βρεθεί συνεπιβάτης. Κι έτσι σιγά σιγά το δισκάκι τέλειωσε και μαζί και ο χώρος μου…

Τα πιο καθάρια βλέμματα είναι εκείνα των πεινασμένων εραστών της ζωής, εκεί βλέπεις καθαρούς ορίζοντες και αληθινούς πόθους…
Ο πιο καθαρός έρωτας είναι εκεί που ζητάς τα πάντα μα τίποτα δεν θες να κάνεις δικό σου, φτάνουν οι αναπνοές σας που κυλούν μαζί εκείνα τα δευτερόλεπτα του ασίγαστου πάθους

Δεν υπάρχουν σχόλια: