Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

Για ποία πραγματικότητα μου μιλάς;

-Για ποια πραγματικότητα μου μιλάς;

Για κείνη που ήθελα να ξεχάσω ότι ζω, μα βιαία με επανέφερε η ίδια η αίσθηση της απάτης που με έκανε να θέλω να φύγω από αυτήν;

-Δεν έφυγα ποτέ;

-Πως τολμάς;
Δεν έχεις το θάρρος καν να δεις πως δεν θέλω να κοιτάξω εκείνον τον καθρέφτη που εξαναγκαστικά έχεις βάλει μπροστά μου. Εσύ τον είδες; Εσύ κοιτάχτηκες; Και όταν κοιτάχτηκες τι είδες; Είδες εσένα ή είδες πάλι αυτό και μόνο που ήθελες; Για ποια πραγματικότητα μου μιλάς; Για εκείνη που θέλεις να μου πλασάρεις ότι ζεις εσύ; Εγωιστικό μου πλάσμα που θέλεις πάντα να κερδίζεις ακόμα και όταν έχεις γίνει σταχτή, ακόμα και όταν θλιβερά κείτεσαι γυμνός και αποστεωμένος στα ρημαδιά που δημιούργησες.

Ω ναι, αγαπημένε μου μια είναι η πραγματικότητα, αυτή που ζω εγώ, αυτή που δεν θες να ζεις τελικά εσύ, αυτή που γράφει ιστορία και δεν ξεγράφει, αυτή που απογυμνώνει και αυτή που ντύνει, μέσα στις αντιφατικές της απολήξεις, ανάμεσα στον ενιαίο της σπαραγμό, αυτή είναι η ζωή.

Μην πας να νικήσεις την φορά του νερού, είσαι ήδη ηττημένος.


Συνεχίζοντας έναν συλλογισμό για τον καθρέφτη που επιβάλλεις στον διπλανό σου να δει, μήπως κ αντικρύσει το σπασμένο και φθαρμένο είδωλό του, λες και θαρρείς και θα καταφέρεις το ποθητό έτσι...
Λίγες σκέψεις για τον τρόπο που θωρεί την πραγματικότητα η ματιά μας και πως την αναλύει και την κάνει πράξη ο νους μας. Μνήμες που ξεσπούν αλλοπρόσαλλα μέσα μας προσπαθώντας να δουν την αλήθεια και την ιστορικότητα της πορείας μας. Και εκεί ακριβώς το ταξίδι από τα κάτω ρέλια της ταξικότητας μας και πριν κατεβούμε στις μηχανές να βάλουμε μπρος, ένα κύκνειο άσμα προς αυτούς που θέλουν να με πείσουν για τα δήθεν αυτονόητα τους. Ένα σοκ μα πιο πολύ ένα δέος προς την πειθήνια θεώρηση της κάφτρας του τσιγάρου την ώρα που αυτή φλέγεται γοργά από τον αγέρα της νομοτελειακής, τι άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε, αλλαγής.
Μα πως θα μπορούσε αγαπημένοι μου να είναι η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, αν η μια δεν εμπεριείχε την άλλη όχι στην σμασμοδικότητα που θέλουμε να της φορέσουμε, μα στην ολότητα της, στο Ganzes της. Πως αλλιώς θα μπορούσε κανείς να θωρήσει τα πραττόμενα του, αν δεν τα έβλεπε με το πρίσμα που αναλύει την ίδια την πραγματικότητα στην οποία το δίχως άλλο απλά αισθάνεται ότι ζει, χωρίς να θέλει ίσως, να μην το αφήνουν, να μην τους αφήνει ο ίδιος, να βιώσουν την ίδια την υλική μας υπόσταση, ακόμα πιο βαθιά μπαίνει εδώ η αναγκαιότητα επαπροσδιορισμού της ίδιας της ύλης.
Όχι μόνο στην ακαθόριστη και περιστροφική κίνηση που θέλουν κάποιοι να της φορέσουν, δείγμα τάχα μια έντεχνης καλλιτεχνικής θεώρησης του κόσμου τούτου, μα στην πορεία που η ίδια ευτυχώς-πλεονασμός- αυθύπαρκτα έχει διαλέξει.
Στην προσπάθεια εκείνη λοιπόν να μπουν όλοι αυτοί οι κουλτουριάρηδες πιο βαθιά στο είναι τους, λησμονούν το ίδιο το αυτονόητο, μα πως θα δουν κάτι διαφορετικό από αυτό που θωρούν όταν κοιτούν στο περβάζι της ζωής τους. Λες και η μεταφυσική ή ορθολογική προσέγγιση είναι ένα φόρεμα που το αλλάζουμε με στολίδια ανάλογα την περίσταση, ή λίγο ακόμα πιο βαθιά λες και είναι ολόκληρη γκαρνταρόμπα την οποία εναλλάσσουμε ανάλογα με το μικροαστικό ή μεσοαστικό μπουζουξίδικο που θέλουμε να μεταφέρουμε την ταπεινή μα όχι μάταιη ύπαρξη μας.
Μα είναι δυνατόν, σύντροφοι, το πρωί να ταξιδεύουμε ως μετανάστες και το βράδυ ως οδοιπόροι μιας ζωής γεμάτης υλικά πλούτη;
Είναι δυνατόν να το βράδυ να πίνεις βότκα με λεμόνι και το πρωί μαρτίνι με ελιά το δίχως άλλο αργεντίνικη;
Ή μήπως αλλάζεις μορφή κάθε που θωρείς την ομορφιά της δικιάς σου κυράς, κτήμα και αυτό της χυδαίας ύπαρξης σου;
Δεν θα με πείσεις αγαπημένε μου, όπως και να ναι το όνομα που παίρνεις είτε με την συνειδητή ελληνοφρένεια σου είτε με την ασυνείδητη περιήγηση σου στο κόσμο των καμένων και καταραμένων.
Η ίδια μάτια είναι που κοιτά την Βαγδάτη που καίγεται, η ίδια και την Τουρκία που θέλει τάχα να κατακτήσει πάλι την δύστυχη Ευρώπη, η ίδια είναι που θωρείς τον εαυτό σου και εισπράττεις τον ιδιοκτησία σου, σαν μετουσίωση του ίδιου σου το εγώ. Διαλεκτική συνύπαρξη, διαλεκτική σκέψη, αντανάκλαση της κίνησής που συντελείται με αντιθέσεις, φτάνοντας μέσα από την ίδια την ταξική διαρκή πάλη των αντιθέτων στην τελική σύνθεση που καθορίζει, πως θα μπορούσε άλλωστε διαφορετικά την ζωή, στην φύση και τελικά στην ίδια την πραγματικότητα που βιώνουμε σε κάθε πολιτική εποχή.
Έτσι το σοκ που περιμένεις εσύ να δω εγώ, το έχω ήδη δει, και εγώ μα και εσύ αγαπημένε μου, καθημερινά γύρω μου στην διακαή πάλη του να επικρατήσει μέσω του εμπειρισμού ή ακόμα χειρότερα του εμπειριοκριτικισμού που εσύ με έντεχνο τρόπο θες να μου φορέσεις. Γιατί συνεχίζεις και μου μιλάς γι αυτό λοιπόν, θες να με πείσεις να πως ο κόσμος τούτος κινείται σε μια σφαίρα ιδεών πάνω από τα μελλούμενα, δεν ζεις φρικτά την βαρβαρότητα εσύ; Κοίτα την στα ίσα λοιπόν, χωρίς φόβο, όπως ο ειλικρινής και μόνο πολεμιστής κοιτά τον αγέρωχο στρατό των ήδη νικημένων εκ θέσεως.



5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Re marizetaa ksereis oti den mpeno syxna se filosofika monopatia!!!!!!!!!
Alla tha se doso ena tragoydaki,kai ksero oti tha to katalabeis!!!!!!!
Etsi giati me arese to keimeno!!!!!!!
Tο σκιάχτρο
(στίχοι: Sadahzinia)

Ο ήλιος ψήλωσε πάλι, τράβα κουπί και πετάλι
γυρτό δίποδο ρετάλι, απ' το σαράκι, φαγωμένο παρτάλι
μ' ό,τι σου απέμεινε στο άδειο κεφάλι
ώρα καλή, μες στην αιθάλη.
Σε πολιτεία μεγάλη ξέμεινες άκακο σκιάχτρο,
δεμένη η τύχη σου γύρω απ' το απόρθητο κάστρο
της ευτυχίας και των ανθρώπων,
της τρομαγμένης φασαρίας και της σιωπής των αγνώστων.
Δεμένη η γλώσσα σου, δεμένο δάκρυ στο μάτι
που απ' το παράδεισό τους σου έδωσαν το τίποτα και κάτι.
Μέρα χορτάτη απ' τα πειράγματα
και τ' όνομά του στο στόμα τους σκόρπια γράμματα,
γκρίζος λεκές στην λαμπερή τους εικόνα,
σφήνα κακή στον κανόνα και στον σπουδαίο τους αιώνα
έφερνε χειμώνα μέσα στην άνοιξη κι όμως
δε πρόλαβα ούτε εγώ να το γιάνω ούτε ο χρόνος.
Αυτό το σκιάχτρο είχε κάτι δικό μου,
είχε δροσιά απ' το θεό μου και μια στιγμή απ' το γιο μου,
τον ουρανό μου και τη γη που αγγίζω,
είχε για ταίρι του το γαλάζο, το γκρίζο.

Είχες δει το φεγγάρι να 'ργει
είχες φιλιώσει με τη βροχή,
ήσουν ταμένο μόνο στη γη
κι ήσουν σα πρίγκιπας εκεί.
Ώσπου ένα χέρι μια ροδαυγή
δεν άκουσε τη βουβή σου κραυγή
σ' έκαψε πριν ο ήλιος να βγει
κι ήσουν σα πρίγκιπας εκεί.

Κουβέντα πιάνω κάτω απ' τον ίσκιο το στραβό του
από παλιά είχε το χώμα αδελφό του
ήταν εκεί να του φυλάει τα σπαρμένα
φύτρωσε γύρω μια πόλη· τι παράξενη γέννα!
Μπογιατισμένα παλάτια με σιδερένιο στεφάνι
και συ σκιάχτρο στη μέση, βαλσαμωμένο καπλάνι
να περιμένεις τη νύχτα το φεγγάρι να 'ρθει
να σε κρύψει στο μαύρο· μα το φεγγάρι αργεί.
Είχες παρέα μια βροχή καλοκαιριάτικη,
ταμένο μόνο στη γη κι ήμουν για ώρα εκεί
να μου λιγώνεις τη καρδιά με τη βουβή σου μιλιά,
στην ανοιχτή σου αγκαλιά είχαν κουρνιάσει πουλιά.
Δεν ήσουν φόβητρο, μα στους ανθρώπους ζημιά,
στο γόητρο τους χαλάστρα, αδέξια πινελιά
στο φόντο. Ώσπου ένα χέρι μια αυγή σ' έκανε αστέρι,
δε σ' άκουσε κανείς και κανείς δε το ξέρει·
στη μοναξιά ήσουν ταίρι με μια αχυρένια καρδιά,
ρούχα από δεύτερο χέρι, κακοντυμένη ομορφιά.
Με μια φωτιά τιμωρήσαν τη πιο μικρή απειλή
χαθήκαν κι άλλοι έτσι, ώρα σου καλή.

me agonistikoys xeretismoys o salokin!!!!!

Hasta la Victoria!!!!!!!!!

marizetaa είπε...

νικολά μου

θα σου απαντήσω με ένα τραγούσι που μου έσκασε στο μυαλο, μετά από την ανάγνωση του άσματος που με άφησες, σύντροφε

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις κατάστημα κάπου στη γη
πουλάς εμπόρευμα, βγάζεις λεφτά
πολλά λεφτά, πολλά λεφτά
Τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά
σταυροκοπιέσε στην παναγιά

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις και σύζυγο, κόρη, παιδί
μοντέρνα έπιπλα, έγχρωμη tv,
τρως τροφή πνευματική.
Μακρυά από κόμματα μην βρεις μπελά,
"Πατρίς,θρησκεία και φαμελιά"

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι.
Ο γιός σου μοναχά να 'ναι καλά
ν' αφήσεις τ' όνομα και τον παρά.

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
σκεύρωσες, σάπισες στο μαγαζί
τη νιότη ξόδεψες και την ορμή
για τη δραχμή, για το πετσί
δίπλα σου τ' όνειρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.

Ξέρεις πως δώσανε κυρ-Παντελή
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ' όνειρο φέτα ψωμί
να φας και ' συ κυρ-Παντελή;

Κι εσύ τι έδωσες κυρ-Παντελή;
πες μας τι έκανες σ' αυτή τη γη;
πες μας τί άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά

Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έντρομ, άβουλε συ φασουλή
βρώμισες τ' όνειρο και την ψυχή
άδειο πετσί χωρίς ψωμί.

Έντιμοι άνθρωποι, νέα γενιά
θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά
κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή
σκουλήκι άχρηστο σ' αυτή τη γη.


ως την νίκη, ως το τέλος

VENCEREMOS VENCEREMOS

Ανώνυμος είπε...

marizetaa to kommataki poy se edosa einai gia to skiaxtro toy Low Bab,ton pyrobath poy mas afeise noris,mes stis floges poy o idios toso latreye kai pothoyse!!!!!!!!!!!

Hasta la Victoria!!!!!!!!!!!!!

marizetaa είπε...

για δωσε καμια πληροφορια παραπανω

Ανώνυμος είπε...

(στην κυρία Ρωρερκάρ)

Απ’ τον βαθύ τo σπαραγμό
κι απ’ τον μεγάλο τον καημό
που μου 'χεις φέρει
τρέμει, φοβάται, σταματά
και χάρες άλλες δε σκορπά
του θεού το χέρι.

Μα δεν υπάρχουν ομορφιές
να 'ναι στον κόσμο πιo γλυκές
απ' τις δικές σου
και ή φανερές είτε κρυφές,
όλες τις έχω νιώσει πες-
τις ακριβές σου.

Στ' όνειρο άλλες το απαλό
άλλες στου νου το λογισμό
ή στην ψυχή μου-
Ο,ΤΙ κι αν κάνεις, αλλουνού
όχι-δε θα 'σαι κανενού:
είσαι δική μου.

Γιώργης Χολιαστός