Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Επαναθεμελίωση, πραγματική ανάγκη ή μεταφυσικά παζάρια;

Με προβλημάτισε ένα σύντροφος κυριακάτικα. Εκεί που μιλάγαμε για τα μικροπολιτικά μας, έκανα την ερώτηση που αποδείχθηκε μοιραία για την έκβαση της κουβέντας. Δεν ξέρω, που είναι ενταγμένος ο αδερφός μου, ρωτώ σχεδόν παιδιάστικα, λες να μπήκε σε μια από εκείνες τις συνιστώσες της αριστεράς που με βδελυγμία της αντίκριζα πάντα, μιας που στοχοποιούν εκείνες τις εμμονικές ματαιοδοξίες των απανταχού αισθαντικών ψευτοφιλοσόφων της κουλτούρας. Και αίφνης η απάντηση κόλαφος, μια μανιχαϊστική προσέγγιση του παιδιαρίσματος μου, μια προσπάθεια εξεύρεσης της λύσης του μυστηρίου, μέσω αυστηρών ερωτήσεων, που θα απαντηθούν με ένα ναι ή με ένα όχι.

Το κροτάλισμα της φωνής μου ακούστηκε θαρρώ μέσα από τον υπολογιστή και ο σύντροφος βάλθηκε να μου εξηγήσει πως δεν είναι θέμα φετιχοποίησης των λέξεων, μα αυστηρή γλωσσική και νοηματική οριοθέτηση των απόψεων του δείνα, εν προκειμένου του άμοιρου-ευθυνών, για την κόντρα που δημιουργήθηκε- αδερφού μου.

Περιπλανιέμαι στην αριστερά από τα μικράτα μου, από τότε που θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Πολλά κουσούρια μου άφησε, που στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης του ίδιου μου του εγώ, προσπαθώ αν όχι να αφαιρέσω τουλάχιστον να τα εξηγήσω ένλογα.

Ένα από αυτά είναι η λεγόμενη φετιχοποίηση των λέξεων, των φράσεων, ή καμία φορά των ίδιων των ερωτήσεων που θέτει κανείς, σε μια προσπάθεια είτε να κατανοήσει, είτε να ανοίξει μια συζήτηση επαναπροσέγγισης, επαναθεμελίωσης της ίδιας της θεωρίας μας. Κάποιες λέξεις, κάποια νοήματα είναι ταυτόσημα πια, με την σίγουρη περιθωριοποίηση όσων τα θέτουν. Πώς να ρωτήσεις για παράδειγμα, έναν κνίτη, για τον σταλινισμό, όταν εκείνος δεν θέλει καν να κουβεντιάσει την ύπαρξη αυτού. Πώς να κουβεντιάσεις με έναν εξωκοινοβουλευτικό για τα εθνικά ζητήματα, όταν εκείνος κωφεύει στην ύπαρξη τους, πώς να ρωτήσεις την γνώμη κάποιου για το κυπριακό, όταν στο μυαλό του έχει γίνει ήδη η σύνδεση με τον εθνικισμό και αποτάσσεται κάθε λογής προσπάθεια να σε ακούσει. Και τελικά πως μπορείς να κουβεντιάσεις και να προχωρήσεις μια συζήτηση για την μεταβολή ή την αλλαγή ή την επαναθεμελίωση του μαρξισμού, όταν σου έχει κολλήσει με τον συλλαβισμό και μόνο όλων αυτών των λέξεων, η ρετσινιά του ρεφορμιστή.

Είναι συμβάσεις οι λέξεις, και τα νοήματα που τους προσάπτουμε, ή τίθενται και αυτές στην διαρκή πάλη των αντιθέτων, στην διαρκή κίνηση των όλων;

Και εάν διαλεκτικά μιλώντας και "φιλοσοφώντας", η κίνηση της Ιστορίας, η κίνηση της πάλης των τάξεων και η διαρκής μεταβολή των συνθηκών της καπιταλιστικής βαρβαρότητας δεν είναι ένα μύθευμα, μια πλάνη, αλλά η αντικειμενική πραγματικότητα, τότε πως μπορούν οι έννοιες να παραμένουν σταθερές, αμετακίνητες, αμετάβλητες;

Πως μπορούμε να τις βάζουμε στο πιθάρι του Διογένη και να μην της βγάζουμε στον αέρα να πάρουν μορφές, να αλλάξουν, να μετατοπιστούν και να παράξουν τα νέα νοήματα, τους νέους όρους στις νέες συνθήκες;

Πως γίνετε οι λέξεις που προσέδιδαν μορφή στις φιλοσοφικές έννοιες της θεωρίας της αέναης κίνησης των αντιθέτων, να έχουν κακοφορμίσει μέσα από τους γλωσσικούς και α-φιλοσοφικούς τροπισμούς μας;

Πως μπορούμε εν έτη 2008, να συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τα ιερά κιτάπια μας, ακόμα ως χωνευτήρι όρων, και όχι ωσάν αφορμή διαρκούς έρευνας, σκέψης και μεθοδικής προσέγγισης τους στο σήμερα;

Όσοι σύντροφοι, έφτασαν έως εδώ, με έχουν ήδη κατηγοριοποίηση σε εκείνες τις αισθαντικές καλλιτεχνικές φιγούρες που αποζητούν μια νεοτερικότητα, που επιζητούν μια αισθαντική καλλιτεχνική αλλοίωση των πολιτικών και οικονομικών δομών.

Ένα παζλ, αντιθέτων είμαστε σύντροφοι, που ακόμα του λείπουν τα κομμάτια εκείνα, που μπορούν βγάζοντας τους αντιεπιστημονικούς και αντεπαναστατικούς κλαυθμούς των δεκαετιών των μεγάλων ανατροπών και επανακαθορισμών, να αναλύσουν και να στοιχειοθετήσουν τις ανάγκες, τις στρεβλώσεις και τους μηχανισμούς που θα μας φτάσουν στην τελική έφοδο στον ουρανό.

Ένα παζλ, που ζητά και απαιτεί όσο ποτέ άλλοτε την καύση των φετιχισμών, την αποσάθρωση των πεθαμένων πια αυστηρών οριοθετήσεων, όχι για ενωθούμε με κείνες τις δυνάμεις που τσιπρίζοντας θέλουν να μας πείσουν για την ειρηνική και δίχως βία μεταστροφή των κοινωνικών αλλαγών. Μα ακριβώς για να τις ρίξουμε και αυτές στην στάχτη των πυρκαγιών των επαναστατημένων μαζών.

Ένα παζλ, που πρέπει τώρα και όχι αύριο, να βρει εκείνα τα κομμάτια της φιλοσοφικής, πολιτικής και οικονομικής επαναθεμελίωσης των επαναστατικών όρων και τροπισμών, που το έχουν υποτάξει στην νωθρή αντιμετώπιση της ύλης και των προσταγμάτων της, που το έχουν υποτάξει σε μια νοθευμένη με μεταφυσικά τερτίπια παγωμένη εμμονή σε στέρεες παρατάξεις και αρχές.

Δεν μπορούμε να προχωράμε σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο, με ιδεαλιστικές προσεγγίσεις στείρας επανάληψης, με εμμονικές φετιχοποιήσεις νοημάτων και στρεβλωτικούς φακούς απαξίωσης της κίνησης.

Η τομή του μαρξισμού, το μεγαλείου του διαλεκτικού υλισμού, είναι όχι μονάχα πως έβαλε στο χρονοντούλαπο τον ιδεαλισμό, μα τελικά πως εξαφάνισε την χυδαίο υλισμό, και την διαλεκτική υποκειμενικότητα του Χέγκελ, προσδίδοντας στον κόσμο και στις έννοιες, την μέγιστη επαναστατικότητα, της ίδια την διαπάλη των αντιθέτων, την κίνηση των πάντων, και τέλος την τελείωση τους, στην άρνηση της άρνησης. Γιατί, εμείς, πεθαίνουμε την ίδια την ύπαρξη της άρνησης, βγάζοντας την από τον καμβά των χρωμάτων, και προσδίνοντας της τελικά όσο εκείνη πρέπει να αποτινάξει;

Είναι τώρα η ώρα, να επακατακτήσουμε, όλα εκείνα που στερήσαμε εμείς από το επαναστατικό υποκείμενο, στην αγωνιώδη προσπάθεια μας, να βγούμε από το τέλμα που μας έβαλε ο σταλινισμός, η περεστρόικα και τελικά η ίδια η κατάρρευση της. Ας βγούμε από τους κύκλους της μεταφυσικής νεοτερικότητας, από την θρησκευτική προσήλωση των ιερών κειμένων και ας αναζητήσουμε στην μεγαλειώδη ουσία τους, όλα εκείνα που χρειαζόμαστε για να νικήσουμε εκείνον τον εχθρό που στέκει από πάνω μας, τώρα όσο ποτέ με την δαμόκλειο σπάθη να μας καρατομήσει ώστε να επιβιώσει.

Η επανάσταση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, η διαλεκτική είναι πιο αναγκαία από ποτέ και η τελική νίκη είναι το ύψιστο καθήκον μας, τώρα από όσο ποτέ.

Έρωτας και αγάπη; Αντιφατικές έννοιες;

Πολλές οι συζητήσεις αυτές τις μέρες, λόγω των γάμων των ομοφυλοφίλων, για τα όρια της ομαλότητας και του φυσιολογικού στον έρωτα και στην αγάπη. Πολλές οι συζητήσεις συνολικά για τις σεξουαλικές αισθαντικές σχέσεις των ανθρώπων στην εποχή της πιο βάρβαρης εποχής, την εποχή των ελευθερίων, την εποχή της εκμετάλλευσης και των μη παραγωγικών γάμων..

Ας κάνουμε μια περιπλάνηση του νου μας, σε κείνες τις ταξικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στο ζήτημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Πριν αποτολμήσω μια πιο ενδοσκοπική ανάλυση του έρωτα, του οργασμού και της δήθεν φυσιολογικότητας.

Αν ο Μαρξ έθεσε σωστά το συγκεκριμένο ζήτημα, στην Αγία Οικογένεια, λέγοντας πως από τις σεξουαλικές σχέσεις, μπορεί να κρίνει κανείς ολόκληρο το επίπεδο ανάπτυξης του ατόμου, κι αν μάλιστα κάνουμε και το απαιτούμενο άλμα και προσθέσουμε στα λόγια αυτά την θέση του φυσικού του συντρόφου, πως η θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία μας δείχνει τον βαθμό της εξέλιξης της μα και τον βαθμό της ταξικής πάλης, τότε έχουμε ένα πρώτο δείγμα των ελευθεριών και της συνολικής ανελευθερίας.

Οι προφανείς ελευθερίες που κατακτήθηκαν στα χρόνια της προδομένης επανάστασης και στην μετέπειτα πορεία του σταλινικού θωρηκτού, μας άφησαν κι εκεί τις παρακαταθήκες τους. Ελευθερία λόγου, κίνησης των εργαζομένων, οι σεξουαλικές ελευθερίες, η ισότητα των δυο φύλων είναι μόνο λίγες από τις άπειρες ελευθερίες που μας παρέχει το αστικό πολίτευμα, για να μας χρυσώσει το χάπι της συνολικής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο μα και στην ίδια την αλλοτρίωση των ελευθερίων αυτών ως τέτοιες μα και την αλλοτρίωση των σχέσεων που προκύπτουν από αυτές.

Η αλληλομεταχείρηση των ανθρώπων ως αντικείμενα τόσο στις βαθιές οικονομικές τους σχέσεις όσο και στις σχέσεις που δημιουργούνται στο επίπεδο του εποικοδομήματος, η μεταχείρισή των υποκειμένων σαν κοινωνικά δείγματα συνολικών ομάδων-τάξεων και η ποδηγέτηση σε αυτόν τον γενικό κανόνα των ιδιαίτερων ατομικών χαρακτηριστικών του καθένα, φτάνει ως την ίδια την μήτρα της κοινωνίας, στην αυστηρή σχέση των δυο αντιθέτων στην πιο απλοϊκή σχέση συνύπαρξης τους, εκείνης του γάμου και του σκληρού πυρήνα της οικογένειας. Σε αυτό ακριβώς το επίπεδο είναι που οι καθημερινές ελευθερίες γίνονται ματωμένο πανί και καθιστούν την πιο έμορφη στιγμή δημιουργίας, έκφρασης, ανοίγματος του είναι και του μη είναι, την απολυτότητα της πιο καθάριας πράξης συμβίωση των ανθρώπων, εκείνη του έρωτα, βάρβαρες αλυσίδες που καθυποτάσσουν όλες τις ορμές και τις αισθαντικότητες στην βίαιη κυριαρχία του υπερεγώ και της κάθε είδους υποταγής.

Θα αναφερθώ εδώ στους ηθικολογικούς δεσμούς του ψευτοδιαχωρισμού της αγάπης και του έρωτα, που αφαιρούν από τον τελευταίο το αντικείμενο προσθέτοντας στον πρώτο θρησκευτικές υπεραξίες. Ακριβώς σε αυτή την υποτιθέμενη διαφοροποίηση, των δύο εύηχων ελληνικών λέξεων, κρύβεται η μεγαλύτερη μεταφυσική απόδειξη του συντηρητισμού. Ο διαχωρισμός αυτός ακριβώς εκφράζει τον ηθικολογικό μανιχαισμό που έχουμε επιβάλλει στους εαυτούς μας εδώ κι αιώνες.

Ο ερωτάς έχει αντικείμενο, την ερωτική πράξη, όπως ακριβώς και κάθε κοινωνικό αντικείμενο παραπέμπει στην ανάλογη κοινωνική πράξη. Έτσι ακριβώς κ ο έρωτας κόντρα στην ιδεαλιστική προσέγγισή του, χωρίς ερωτικό αντικείμενο, ένας πλατωνικός αυτοερωτισμός., έχει την διαλεκτική του επαναπροσσέγγιση, που του δίνει την ολότητα και την τελέιωση του. Οι κομμουνιστές προτάσσουμε το τέρμα της θρησκευτικής και καντιανής ηθικολογίας, προτάσσουμε το ερωτικό αντικείμενο και την ερωτική πράξη μακριά από κάθε είδους ανήθικες στην ουσία τους τελειώσεις πλατωνικές.

Είναι καθήκον μας να καταδείξουμε την απομυθοποίηση κ την από-ιδανίκευση του ερωτά κ να προτάξουμε τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά …να προτάξουμε πως για παράδειγμα σε συνθήκες ανελευθερίας και φασισμού, σε συνθήκες εκπόρνευσης και εμπορευματοποίησης, σε συνθήκες ρατσισμού ο ερωτάς δεν είναι δυνατός.

Και από την άλλη να δείξουμε πως ακόμα η ίδια η αίσθηση του ερωτά, της ταυτόσημης έννοιας της αγάπης, είναι πραγματικά δυνατές μόνο όταν πάψει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όταν πάψει η αλλοτρίωση, όταν καταφέρουμε και κάνουμε την άρνηση της άρνησης πράξη και φτάσουμε στην ύψιστη υπέρβαση, εκείνη της εφόδου στον ουρανό.

Και λίγη ποίηση, για ονειρικά ταξίδια στους αγαπημένους μου εραστές

άπλωσε το χέρι και θυμήσου πως τραγουδούσε ο αέρας την νύχτα που με πρωτοπήρες
άπλωσε το χέρι και θυμήσου πως φτερούγισε η καρδιά μου
όταν στα μάτια πρώτη φορά με κοιτούσες
και ύστερα γείρε το κεφάλι και κοιμήσου
και μέσα στο όνειρο δες όλα όσα την πρώτη νύχτα ονειρεύτηκες
ταξίδια κάνε αλλοτινά
σε κείνα που γέμιζαν χαμόγελο τα χείλη κάθε φορά
που την αναπνοή μου δεχόσουν για συντροφιά
και ύστερα άφησε το νου να κάνει μια δρασκελιά ακόμα
προς εκείνες τις στιγμές που σαν φιλόσοφοι των απόκληρων
γεμίζαμε τα στόματα μας
γνώσεις, εμπειρίες, στοχασμούς λευθεριακούς
πήγαινε να συναντήσεις τις ελπίδες που γεννά η συμπλήρωση της φράσης σου
από τον συνοδοιπόρο
φύγε και άσε με εμένα να σε ταξιδέψω σε όσα στερήθηκες
σε όσα σε έπνιξαν
σε όσα υποτάχθηκες
σε όσα το υπερεγώ σου έθρεψαν
μονάχα πάρε με από το χέρι
τούτη η ζωή θέλει συντροφιά

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Ελευθερίες ή ελευθερία; πόσο διαφέρουν τάχα

Το πρώτο κείμενο, του μπλόγκ αυτού ήταν για την ελευθερία. Με βασανίζει, αλήθεια, αυτή η έννοια, η πολυχρησιμοποιημένη, η διακορευμένη πια από όλες τις πολιτικές αποχρώσεις. Η χρησιμοποίηση της είναι τόσο συχνή και τόσο στυγνή πραγματικών νοημάτων, που πια, έχει εκφυλιστεί, έχει πάρει μιαν άλλη χροιά και ένα βηματισμό που όχι απλά δεν υποδηλώνει την ουσία της αλλά ξεφεύγει στο αντίθετο της.

Στην προσπάθεια, να ξαναπιάσω το νήμα της λέξης αυτής, του φιλοσοφικού αυτού όρου ή καλύτερα της υπέρτατης πράξης αγάπης από εκεί που θαρρώ πως το χάσαμε ή μας το έκλεψαν, σοδομίζοντας το με τον πληθυντικό του, συνεχίζω εκείνη την πρώτη προσπάθεια

Η προσπάθεια των αστών να δούμε την Ιστορία, σαν ένα παιχνίδι συγγραφής της ιστορικότητας και να παλέψουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τους Εφιάλτες και τους Κολοκοτρώνηδες, με τον στείρο εκείνο τρόπο, που μας οδηγεί η κυκλική ή απατηλά γραμμική της πορεία, έχει βαλθεί στην ουσία να μας πείσει, πως η σύγχρονη δυτική δημοκρατία είναι το απόγειο της ελευθερίας, πως δεν έχει ξαναυπάρξει ιστορική φάση με τόσες πολλές ελευθερίες και κυρίως, πως ουσιαστικά πλέον δεν έχουμε να παλέψουμε για κάτι παραπάνω…τα κατακτήσαμε όλα στο θέμα της ελευθεριότητας του ανθρώπου..

Βέβαια ταυτόχρονα, μπαίνουν οι λογικές ερωτήσεις, ενός υγιούς ανθρώπου, πως όσο δεν έχουμε κατακτήσει την ελευθερία της εργασίας, της πραγματικής παραγωγικής εργασίας μακριά από την έννοια του κέρδους, πως μπορούμε να έχουμε κατακτήσει το στάδιο εκείνο, που υπερβαίνει όλα τα επιμέρους;

Κομμουνιστικές παραφυάδες, θα γλεντοκοπήσουν, οι αστοί μα και οι λεγόμενοι προοδευτικά σκεπτόμενοι αριστοκράτες.

Ας δούμε μια πρόχειρη συλλογιστική

Η αστική τάξη και οι γύρω της αντιδραστικοί μα και δήθεν αναγεννημένοι από τις στάχτες τους αριστεροί, προσπαθούν κατ εμέ, να θέσουν μια πολύ συγκεκριμένη μεθοδολογία, θέτοντας τους ιδεαλιστικούς τρόπους θεώρησης της ιστορίας, προσπαθώντας έτσι να πείσει τα μάτια πως αλλά βλέπουν κι αλλά τελικά είναι. Με απώτερο στόχο φυσικά την καθυπόταξη των ανατρεπτικών αισθημάτων που γεννούνται καθημερινά στα πιο βαθιά πληγμένα από την καπιταλιστική βαρβαρότητα στρώματα της κοινωνίας. Τα ερωτήματα φυσικά μπαίνουν συγκριτικά και με ενοχική τελμάτωση μας οδηγούν εκεί ακριβώς που ξεκίνησα, στην ελευθερία, που διαμελίζεται σε μύριες ελευθερίες…στις ελευθέριες εκείνες δηλαδή, που μας παρέχει το αστικοδημοκρατικό δυτικό σύστημα, που το απαλλάσσουν από την ανάγκη κάλυψης των συνολικών αναγκών των καταπιεσμένων.

Ελευθερίες που δρουν τόσο καταλυτικά στην συνείδηση του μέσου εργάτη μα κυρίως μικροαστού, που ξεχνά τελικά την βιασμένη μια ελευθερία, την ουσιαστική απελευθέρωση από τα δεσμά της δουλείας του στους εργασιακούς χώρους, τα δεσμά της υποταγής σε ηθικολογικές συμβάσεις, που καθιστούν κάθε πράξη αγανάκτησης ανήθικη άρα και αποτρεπτική στην χρήση της, τα δεσμά της ύστερης καπιταλιστικής ισότητας, που θέλει την γυναίκα τυφλά υποταγμένη στις πιο ανελαστικές και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας την ίδια στιγμή που την χρίζει δεινό προστάτη μιας οικογένειας που δεν καλύπτει μήτε τις βασικές αισθηματικές και παιδαγωγικές ανάγκες των ίδιων των μελών της, που θέλει την ελευθερία της γνώμης να υφίσταται τον πιο βαθύ φασισμό αυτών της υποχθόνιας λογοκρισίας και του βλοσυρού περιθωρίου.

Κάτω από τον μανδύα των κατακερματισμένων ελευθεριών, κρύβεται η πιο στυγνή εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τέτοια που δεν γνώρισε μέχρι σήμερα η Ιστορία, όχι μόνο γιατί η με ανοδική πορεία βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση οδηγεί τους εξουσιαστές σε απελπισμένες προσπάθειες κυριαρχίας των εξουσιαζομένων, μα γιατί το πέρασμα από τον φασισμό στην δημοκρατία δουλεύτηκε το ίδιο καλά με την άνοδο του καπιταλισμού πάνω στην φεουδαρχία, έτσι που τα κεκτημένα με αγώνες βασικά δικαιώματα να φαντάζουν χίμαιρες ονειρώξεων, και κάθε επιστημονική και τεχνολογική αλλαγή που κουβαλά μαζί της κοινωνικές ανακατατάξεις και καλυτέρευση των όρων ζωή αυτών που τις γέννησαν να μοιάζει με το σμαραγδένιο δαχτυλίδι της Τέιλορ από τον Μπάρτον.

Οι βασικές ερωτήσεις παραμένουν, ελευθερία από ποιον, για ποιόν, από τι και τελικά ποιανού.

Αν θωρήσουμε πως οι ελευθερίες είναι η πιο κακεντρεχής αυταπάτη του εποικοδομήματος, τότε η ελευθερία δεν μένει παρά ως αντίθετο της σκλαβιάς να είναι το ίδιο το εποικοδόμημα, αν φυσικά της αφαιρέσουμε την οικονομική πλευρά ή αν μηχανιστικά την υποτάξουμε στο οικονομίστικο μετασταλινικό μοντέλο.

Η ελευθερία του ίδιου του καταπιεσμένου, του παλιάτσου της γης ετούτης που παράγει και δεν καρπώνεται, που δημιουργεί και πάλι ημιτελής μένει, του νέου που αγαπά μα η αλλοτρίωση των δομών δεν του επιτρέπει την πραγματική συνύπαρξη στην βάση της απελευθερωμένης από μικροαστικές ηθικές ρύμες πληρότητα της προσωπικής του ταυτότητας και την αισθαντική σύζευξη με τον διπλανό του, ελευθερία του εξαθλιωμένου μετανάστη που στοιβάζεται σε σαπισμένες βάρκες δουλείας για να ξεφύγει από τις βόμβες των κατακτητών της γης του, ελευθερία του υπόδουλου στην ιμπεριαλιστική κτηνωδία άραβα και σουδανού. Ελευθερία από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, της υποταγής στον δυνάστη, της υφαρπαγής του μόχθου πνευματικού και χειρωνακτικού, ελευθερία από θρησκευτικές μαντήλες και λοιπά σύμβολα που καταργούν την ίδια την μοναδικότητα του κάθε πανέμορφου ξεχωριστού ανθρωπίνου πλάσματος.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Όταν η τέχνη χτυπά εκεί που πονούν

Η πιο μεγάλη μου αγάπη είναι η τέχνη, είτε αυτή είναι η μουσική, είτε το θέατρο, είτε η γλυπτική, είτε η ζωγραφική. Μέσα από την τέχνη, μπορεί κανείς να πει τα πάντα, να κάνει φιλοσοφικές αναλύσεις, να αγαπήσει, να τσακωθεί, να ρίξει κυβερνήσεις και να κάνει επαναστάσεις. Γι αυτό ίσως η τέχνη και κυρίως, κάθε είδους γραπτής μορφής της, είναι αυτή που χτυπιέται πρώτιστα από στρατιωτικά, φασιστικά και κάθε λογής αντιλαϊκά πολιτικά συστήματα, και είναι η ελευθερία της, αυτή που δημιουργεί την επίφαση ελευθεριότητας που διαπερνά τις σύγχρονες δημοκρατίες.

Το περιστατικό που ακολουθεί, είναι καταδεικτικό, του παγωμένου κλίματος που επικρατεί στο στρατόπεδο των μπουρζουάδων, την στιγμή που το ελληνικό – και όχι μόνο- αστικοδημοκρατικό σύστημα περνά την πιο σημαντική κρίση του από την μεταπολίτευση.

Θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα από τον Ριζοσπάστη, χωρίς περαιτέρω σχόλια, μιας και αυτά περιττεύουν από την δική μου μεριά, πια.


«Το κρούσμα που εξεγείρει συνειδήσεις είναι προσωποποιημένο. Αφορά καθηγητή στη σχολή,
που από την εξουσία της έδρας του, ίσως, νομίζει πως του επιτρέπεται να συνθλίβει όποιον δεν υποτάσσεται στο δικό του σκοτάδι. Τα πράγματα είναι συγκεκριμένα: Την περασμένη εβδομάδα (Τετάρτη, 27/2/2008) κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος, την ώρα της κρίσεως των έργων των φοιτητών, ο τριτοετής φοιτητής, Ν.Κ., έδειξε μεταξύ άλλων στον καθηγητή και έναν πίνακα, ο οποίος απεικόνιζε ένα νέο συμφοιτητή του και παράλληλα εργαζόμενο, να διαβάζει ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ. Ο εν λόγω καθηγητής, Βασίλης Βλασταράς, λέκτορας, βοηθός του εργαστηρίου του πρύτανη, μπροστά στην εικόνα αυτή, έβγαλε κυριολεκτικά όλη του την... «τέχνη», κάνοντας μια επίδειξη του αντικομμουνιστικού του ταλέντου, το οποίο αποδείχτηκε ομολογουμένως μεγάλο και προκλητικό. Μπροστά σε 25-30 φοιτητές, άφησε στην άκρη την τέχνη κι άρχισε να διδάσκει ιστορία και ψυχολογία! Οπως μαρτυρούν παριστάμενοι «ο καθηγητής, αναφερόμενος στο "Ριζοσπάστη" και θέλοντας να αποκρύψει το συνολικό περιεχόμενο του πίνακα, είπε ότι αυτό το λαϊκό σύμβολο υπήρχε κάποτε, αλλά τώρα δεν υπάρχει». Σύμφωνα με τον «καθηγητή», ο φοιτητής αυτός, όπως και όλοι οι κομμουνιστές έχουν «μείνει πίσω» τόσο στη ζωγραφική, όσο και στη μουσική, αφού εξακολουθούν να ακούν και να εμπνέονται από τον Λοΐζο και τον Καββαδία! Το ρεσιτάλ διδασκαλίας της τέχνης συνεχίστηκε με φράσεις όπως «οι πλούσιοι τρέχουν να βγάλουν τα λεφτά τους (!), ενώ εσείς, η γενιά των 700 ευρώ, τρώτε τα λεφτά σας στο Μπουρνάζι». »

Το θέμα είχε και συνέχεια, στο ΔΣ του φοιτητικού συλλόγου και στα δικαστήρια, όπως απειλεί ο καθηγητής, τρομάρα του.

Ο ριζοσπάστης «καταγγέλλει το γεγονός ως «ιδεολογικού χαρακτήρα επίθεση με στοιχεία τρομοκράτησης μέσα στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας». Μιλά για «ντελίριο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας με στοιχεία εκτροπής της εκπαιδευτικής διαδικασίας» και αναφέρεται ειδικότερα στο ρόλο του εκπαιδευτικού. Καταδικάζει τη συνειδητή προσπάθεια σπίλωσης, αποσιώπησης και παραχάραξης της ιστορίας του ΚΚΕ.»


Πηγή,

http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=4453950

ΟΛΟΙ ΑΥΡΙΟ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ
ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


Active Image

Η επιτυχία της 24ωρης πανελλαδικής και πανεργατικής απεργίας στις 19 Μάρτη μπορεί και πρέπει να είναι μήνυμα αγώνα, αυτοπεποίθησης και κλιμάκωσης της πάλης για την ανατροπή της αντιασφαλιστικής πολιτικής ΝΔ-ΕΕ-ΣΕΒ, για το ξήλωμα των νόμων Σιούφα και Ρέππα.

Ένα μήνυμα αλληλεγγύης πρώτα απ’ όλα στους κλάδους που ήδη αγωνίζονται, που αντιμετωπίζουν την καταστολή και τη συκοφαντία του αστικού συνασπισμού εξουσίας κυβέρνησης-κεφαλαίου-δικαστών-αστυνομίας-ΜΜΕ.

Ένα μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι οι κοινωνικοί αγώνες αντίστασης και ανατροπής της αντεργατικής πολιτικής που διαμόρφωσαν και στηρίζουν ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΕΒ στα πλαίσια των επιλογών της ΕΕ θα συνεχιστούν και θα οξύνουν την περίφημη πολιτική κρίση.

Ένα μήνυμα προς ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και συνδικαλιστική γραφειοκρατία που επιδιώκουν η απεργία στις 19 Μάρτη να είναι «τελετή λήξης» των αγώνων μετά από μια περίοδο που σφραγίστηκε από τις 24ωρες απεργίες που ακολουθούνταν από αδράνεια, από την ξεφτίλα της 3ωρης στάσης εργασίας, από την άρνηση κάθε προσπάθειας για ένα σχέδιο συνέχισης, κλιμάκωσης και νίκης, από την άρνηση να συντονιστούν οι αγώνες που ήδη γίνονται, από την άρνηση να διαμορφωθεί πλαίσιο αιτημάτων που να καλύπτει τη νέα γενιά των εργαζόμενων και των μεταναστών, των 600 ευρώ και της μαύρης εργασίας.

Ένα μήνυμα προς την επίσημη Αριστερά, το ΣΥΡΙΖΑ που στηρίζει και ταυτίζεται την πολιτική ήττας των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ που επιχειρεί να μετατρέψει την κοινωνική απελπισία σε ψήφους. Το ΚΚΕ που αρκείται στην έκφραση διαμαρτυρίας και κριτικής σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και αντί μιας λογικής κλιμάκωσης προτείνει το ψηφοδέλτιό του για μια ψήφο-τιμωρία.

Tο ΜΕΡΑ με την πεποίθηση ότι η ελπίδα για κλιμάκωση-αντίσταση-ανατροπή βρίσκεται στην προσπάθεια των ίδιων των εργαζόμενων και των πρωτοβάθμιων σωματείων που κάνουν σημαία τους τις ανάγκες του συνόλου των εργαζομένων καλεί στην προσυγκέντρωση πρωτοβάθμιων σωματείων στην Καμάρα στις 10πμ.


Πηγή www.meranet.gr


Κύπρος, το γκρέμισμα των στερεοτύπων

Κάπου εκεί στην Γερμανία, ένα άτυχο πρωινό του Οκτώβρη, μου λάχε να γνωρίσω έναν Κύπριο, με μακρύ μαλλί, αξύριστο πρόσωπο, είχε γενειάδα …λες κ ήταν παπάς, σας ομολογώ ταράχτηκα, κ του άρεσε λέει ο Άσιμος κ ο Παύλος, κ όχι έτσι απλά, αλλά τα μπλουζ του πρίγκιπα…Κάπως έτσι, άρχισαν να μου καταρρίπτονται τα στερεότυπα, πολλών …μην πω όλων, των καλαμαράδων αριστερών, για τους πλούσιους κ ωχαδερφιστές κυπραίους αδερφούς μας!

Και λίγο οι πολλαπλές λεκτικές κ φιλοσοφικές μας κόντρες, λίγο ο αδάμαστος χαρακτήρας του, λίγο αυτή η άλλη οπτική που είχε για την πολιτική, για την ζωή, για τον τόπό του, για το Κυπριακό …, με έβαλε να διαβάσω, να μάθω, να προβληματιστώ και τελικά να ασχοληθώ κάπως πιο σοβαρά με το πρόβλημα αυτό. Ένα ζήτημα, που όλοι οι Ελλαδίτες θαρρούμε πως γνωρίζουμε, πως κατέχουμε, μα τελικά λίγη μυρωδιά έχουμε πάρει κ αυτή νοθευμένη τις πλείστες φορές.

Έτσι ο Φλεβάρης με βρήκε στην Κύπρο, να αρμενίζω στα σοκάκια της Λευκωσίας, ψάχνοντας την ιστορική εκείνη αλήθεια, που λείπει, από τα βιβλία μας, λείπει από τα κιτάπια που μας αράδιαζαν στα Πανεπιστήμια, για να ειδικευτούμε στο εθνικό μας θέμα, την αλήθεια των απλών, καθημερινών κυπρίων.

Δεν θα έκανα διαχωρισμό, είτε αυτοί θα ΄ταν από εκεί, είτε αυτοί θα ταν από εδώ, εγώ το ίδιο θα τους ένιωθα, με παρακινούσα στο ταξίδι πάνω από την Μεσόγειο. Όλοι κύπριοι είναι, μην το ξεχνάς, μου θύμιζε η φωνή εκείνη που ερχόταν θαρρείς, από τα μέσα μου, να μου υπενθυμίσει όλες εκείνες τις στιγμές που αντιμαχόμουν τον εθνικισμό και το δίδυμο αδερφάκι του, τον πατριωτισμό στα αμφιθέατρα κ στις συναγωγές των ταβερνείων με τους συντρόφους. Καμία διάκριση, μήτε αρνητική, μα κυρίως μήτε θετική, μονάχα ταξική, μου υπενθύμιζα, φοβούμενη θαρρώ, τον ίδιο μου τον εαυτό. Έμεναν όμως κάτι απορίες, που μου τριβέλιζαν σαν κουνούπια τα αυτιά.

Πως θα νιώσεις μόλις δει την τουρκοκυπριακή σημαία να αχνοφαίνεται καθώς θα κοιτάς τον Πενταδάκτυλο, θα σου ξυπνήσει άραγε εκείνη η συλλογική μνήμη, για τους αιμοσταγής Τούρκους; Κι έπειτα, μόλις θα σε περικυκλώσουν οι Ενωτικοί, που τυγχάνει να είναι κ πρόσφυγες, πως θα τους ρωτήσεις για την δράση της ΕΟΚΑ το '64; Πως θα τους πεις, όλα αυτά που τόσο γλαφυρά κ επιστημονικά παραδέχεσαι μπρος στα γερμανικά αμφιθέατρα; Κι έπειτα, πως θα περάσεις από εκεί; Μην και σε πετύχει κανένας γκρίζος λύκος, και δεν ξαναγυρίσεις ποτέ μήτε από εδώ, μήτε από εκεί; Και μετά, πως θα πας να ρωτήσεις τους Κυπρίους για οτιδήποτε, με εκείνη την τέλεια αθηναίστικη προφορά, που θυμίζει, για κάποιους τις ένδοξες μέρες, που δεν έζησαν ποτέ, για κάτι άλλους, την Χούντα κ το πραξικόπημα του Σαμψών, για κάτι άλλους την εισβολή και την προδοτική στάση άλλων, και για κείνους, τον λόγο που τους οδήγησε να ζουν χωριστά φίλοι και γείτονες, τον λόγο της οικονομικής τους εξαθλίωσης και της συνεχιζόμενης απομόνωσης.

Έφτασα, ο μαλλίας μου με περίμενε, χωρίς γενειάδα πια, μα με ένα τεράστιο χαμόγελο και με μια αδιόρατη προσμονή στα μάτια, για κείνα που θα ανακαλύπταμε. Το ταξίδι στους δρόμους του νησιού, στις θάλασσες των γερασμένων περιμένοντας την κάποια λύση βλεμμάτων, ξεκινούσε.

Και καθώς προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με την ανάποδη ροή των αυτοκινήτων, στο πίσω κάθισμα, βρισκόταν ήδη άλλος ένας μαλλίας, δάσκαλος λέει, θα μας πήγαινε, απέναντι…Η πρώτη στάση; Στην δικιά μας, Λήδρας! Να δεις τον καπιταλισμό μας, μου παν, κ οι δυο γελώντας. Μα καλά, σκεφτόμουν, τον καπιταλισμό σας θα δω ή τα συρματοπλέγματα που σας χωρίζουν, τα στερεότυπα των καλαμαράδων άρχισαν να πυροβολούν το νου! Λες και δεν ταυτίζονται στην επιφάνεια κ στην ουσία οι δυο αυτές εικόνες.

Ένας μεσήλιξ μας συνόδευσε στον καφέ. " Έπαιζα μου λέει το '64 τους τούρκους, μαζί με τους άλλους παρέα. Έπαιξα πολλούς, ήταν στις φασαρίες τότε, ξέρεις, τους γειτοναίους μου έπαιξα, μην ρωτάς πολλά, ήταν άσχημα τα πράγματα, μικρό παιδί ήμουν, μα έπαιζα καλά! Έπειτα έφυγαν αυτοί, κι δεν μπορούσαμε να περάσουμε, να πάμε στην Κερύνεια, κάναμε ολόκληρους κύκλους, μας έκοβαν τον δρόμο, ξέρεις." Όχι δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα! Έπαιζα, σημαίνει ντουφέκιζα, μου ψιθύρισε, ο δάσκαλος!

Ναι, τώρα ξέρω, τώρα κατάλαβα. Εσείς;

Βαδίζαμε στην Λήδρας, ένα φανταράκι μοναχό του ήταν στην σκοπιά να κοιτά βαριεστημένο, πότε τον δρόμο, πότε τα σύρματα. Κάπως έτσι τα περίμενα, καθαρά, ευρωπαϊκά, πλούσια, μα χωριστά.

Από εκεί θα πάμε τώρα, έσκουζαν οι μαλλίαδες, βλέπεις; 100 μέτρα είναι και εμείς θα πάρουμε το αμάξι, θα ξεπαρκάρουμε, θα προχωρήσουμε, θα ξαναπαρκάρουμε, θα περπατήσουμε, θα δώσουμε ταυτότητες, θα περπατήσουμε άλλα 15 λεπτά και μετά θα φτάσουμε! Ολόκληρο το Κυπριακό, δοσμένο με οδικές οδηγίες. Ίσως να φαντάζει μια υπερβολή, μα αυτή είναι η καθημερινή πραγματικότητα για όσους ζουν σε τούτο το νησί.

Πέρασα και την πράσινη ζώνη, το Λήδρα Πάλλας, είδα τις τουφεκιές, είδα τα συρματοπλέγματα του αίσχους, είδα τα κολάζ των εθνικισμών, είδα την ελληνική και την τούρκικη σημαία να κυματίζουν ακλόνητες από την μια και την άλλη πλευρά. Έδωσα ταυτότητα, την πήρα πίσω και προχώρησα στην από εκεί μεριά, ψάχνοντας να επιβεβαιώσω έστω και ένα από τα στερεότυπα, που μας γέμιζαν τις καρδιές και το μυαλό, οι δάσκαλοί μας, τα βιβλία μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Αλήθεια θα σας πω, δεν βρήκα μήτε μια σπιθαμή γης, μήτε ένα βλέμμα, μήτε μια φάτσα γουρουνιού, μήτε έναν σατράπη, μήτε μια μουσούδα αιμοσταγούς εκ Μογγολίας ορμώμενου ανθρωπάριου, δεν βρήκα τίποτα.

Περπατάγαμε κι ακόμα έψαχνα, μέσα στις παιδικές φωνές, μέσα στο πλήθος κυπρίων, εποίκων, τουριστών και αθίγγανων, έψαχνα παντού. Μα τίποτε, μια μαυρίλα με πλάκωσε και ένα πετάρισμα της καρδίας, ένα ξεμούδιασμα, βρίσκομαι από εκεί, μα τελικά δεν διαφέρει από το από εδώ. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, χαρούμενοι, βιαστικοί, με ψώνια, με τσάντες, αραγμένοι στον ήλιο, ερωτευμένοι, απογοητευμένοι, όμορφοι, άσχημοι, παιχνιδιάρηδες, ευγενείς, κι αγροίκοι. Όπως από εδώ.

Περπατάγαμε, δεν έψαχνα πια, φωτογράφιζα με ασταμάτητα κλικ του νου, τις στιγμές, φύλαγα στις αποθήκες της όσφρησης της μυρωδιές, ήμουν στην Κύπρο, για ήμουν στην Ανατολή; Μα αν έχεις ζήσει καιρό στην Δύση, η Κύπρος είναι Ανατολή, αλλού, πιο πολύ, κι αλλού πιο λίγο, μα παραμένουν επιθετική προσδιορισμοί, της ίδιας εννοιολογικής γεωγραφικής συνιστώσας, της Ανατολής.

Και κάπου εκεί, η ταξική μου καταγωγή θέτε; Η εμμονή μου να ψάχνω τις αντίθεσης του καπιταλιστικού συστήματος; Η χρόνια ασθένεια του κομμουνιστή; Με μάζεψαν από το ταξίδι του τουρίστα και με πήγαν στην φτώχεια. Στα παιδιά που έτρεχαν κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό και την υγρασία που περόνιαζε, ξυπόλητα, στους γέρους που φόραγαν παλιορίζικα ρούχα, στις γυναίκες που κράταγαν ακόμα καφάσια στο κεφάλι, σε μια προσπάθεια να μεταφέρουν την πραμάτεια τους, τα ψώνια τους στα χαμόσπιτα και στις τεράστιες, βρώμικες, μαυρισμένες, απαίσιες πολυκατοικίες. Μαύρη φτώχεια, που λέει κ η μάνα μου.

Φτάσαμε στην Λήδρας, παζάρι, φωνές, μαγαζιά, μα κάτι ήταν διαφορετικό. Δεν ήταν όλα καθαρά, δεν ήταν ευρωπαϊκά, δεν ήταν καπιταλιστικά, που έλεγαν οι μαλλιάδες. ήταν πιο βρώμικα, πιο υπανάπτυκτα, πιο …ανατολικά. Εδώ ζουν οι έποικοι! Και τους ξεχωρίζεις μου είπαν, γιατί είναι πιο φτωχοί, πιο μαυριδεροί, αγράμματοι συνήθως, που μήτε οι τουρκοκύπριοι τους θέλουν, μήτε οι δικοί μας, μου εξήγησε ο δάσκαλος. Μα πως αναρωτιόμουν, τους έφεραν για να ενισχύσουν τους τ/κ και αυτοί δεν τους θέλουν; Όχι, γιατί είναι πιο φτωχοί, πιο βρώμικοι, πιο ανατολίτες, απάντησα μονάχη μου, ας είναι ίδια φάρα, είναι κατώτεροι …οικονομικά, πολιτισμικά, λαογραφικά.

Φάγαμε, μας μίλησαν ελληνικά, ευγενέστατοι όλοι οι θαμώνες του υπαίθριου καφενέ. Απέναντι μου μια εκκλησιά, ένα τεράστιο μουσειακό κτήριο, να θυμίζει πως κάποια πράγματα, μένουν αν όχι αναλλοίωτα και ίδια στο πέρασμα του χρόνου, μένουν όμως σταθερά, με λίγες αλλοιώσεις, όσο οι υπερβάσεις δεν τα παρασέρνουν στο διάβα τους. Έως ότου, μια μπουλντόζα γκρεμίσει το κτίσμα αυτό, στην ανάγκη να δημιουργήσει ένα νέο, έως ότου οι λαοί πουν φτάνει πια και σπάσουν τα δεσμά της, της επικυριαρχίας τους.

Μια έκπληξη μας περίμενε, μια υπαίθρια γιορτή, η μέρα της περιτομής ενός μικρού εποίκου. Μέσα στα λασπωμένα χώματα χόρευαν και τραγουδούσαν νέοι, νέες και παιδιά. Έτρεχαν, πάλευαν να κερδίσουν τα φλας των μηχανών μας, που άστραφταν στην πάλη να αποθανατίσουμε την χαρά, την αντίθεση, την ομοιότητα, την σύνθετη πραγματικότητα της χωρισμένης μα κοινής πατρώας γης. Άλλα ξυπόλητα, άλλα με πασούμια καλοκαιρινά, άλλα με σκισμένες και αχρηστεμένες γόβες, άλλα με χρυσά βραχιόλια και τσιγγάνικες φούστες, άλλα με λερωμένα τζιν και πολυφορεμένα σακάκια, άλλα με ολοκαίνουρια φουστάνια και σκισμένα καλσόν, όλα παιδιά διάφορων ηλικιών, που γιόρταζαν, χόρευαν, γλεντούσαν κάτω από τους ήχους γνώριμων μελωδιών, σε μια άλλη γλώσσα.

Φύγαμε αμίλητοι, καταλάγιαζαν μέσα μας αντιθετικές σκέψεις, αντιθετικά συναισθήματα, μήτε τώρα μπορώ να τα περιγράψω, μισά θα είναι ότι κ αν πω.

Στον γυρισμό, ένας καφενές μας κέντρισε την ματιά. Παππούδες έπαιζαν τάβλι, διάβαζαν εφημερίδες και σχολίαζαν τις εκλογές. Μας κέρασαν καφέ, μας μίλησαν για την δική τους προσφυγιά, για τα δικά τους σπίτια που άφησαν μες στο φόβο των επιθέσεων, για την δική τους από εκεί πατρίδα, για τους δικούς τους σκοτωμένους, για τις δικές του δύσκολες εποχές, κείνες των 11 λησμονημένων χρόνων, για τους δικούς τους ξένους-τους εποίκους.

Μας μίλησαν για όσα εμείς ξεχνάμε, για κείνα που δεν θέλουμε να πούμε, για όσα δεν μας διδάσκουν, για κείνα που επιδεικτικά αγνοούμαι. Για τις ταξικές αντιθέσεις στο δικό τους μετερίζι, για τις δυο σημαίες που κυματίζουν και τους χαλούν το βλέμμα, μια γαλανόλευκη και μια κοκκινωπή, για κείνους που τους θυμίζουν πως πρέπει να ζουν χωριστά, τους στρατούς κατοχής και για όσα τους ένωναν και τους ενώνουν, η ίδια, οι ίδιοι πόνοι και τα ίδια βάσανα, οι ίδιες μουσικές και τα ίδια φτερουγίσματα της καρδιάς, οι ίδιοι πόθοι και τα ίδια όνειρα, οι ίδιοι εκμεταλλευτές και τα ίδια συμφέροντα ντόπιων και ξένων λύκων.

συνεχίζεται…

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008


Λιλή Ζωγράφου, η Αλήτισσα των τεχνών

«Αχ, μωρέ Λιλή, που πήγες και μας πέθανες...». Και τώρα, τι θα κάνουμε; Ποιος θα τους τα λέει χύμα; Ποιος θ’ αναστατώνει τις κυράτσες και τους βολεμένους; Μεγάλη ζημιά μας έκανες μωρέ Λιλή... Αρχόντισσα κυρά... Μάνα... Αδελφή... και Φως!

Τι πρόλογο να γράψω; Τι να πω; Το ξέρω! κάπου θα ’σαι τώρα, θα με βλέπεις και θα γελάς, θα με κοροϊδεύεις: «Τι κάθεσαι κι ασχολείσαι μαζί μου ρε κουτό!» θα σκέφτεσαι... «και χάνεις και τον ύπνο σου για μένα. Εγώ καλά πέρασα, εσύ δες τι θα κάνεις...».*

Τι μπορεί να πει κανείς για την γυναικά αυτή; Ποιες λέξεις ταιριάζουν σε μια γυναίκα που τίμησε το γένος της, την ταξική της καταγωγή κ τον ρόλο που η ίδια διάλεξε να παίξει μέσα από την πεζογραφία, την δημοσιογραφία, την ιστοριογραφία, την λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, τις τέχνες εν γένει, με τον πιο ειλικρινή, μεστό, αγωνιστικό τρόπο.

Μια αλήτισσα αληθινή, μια μεροκαματιάρισα της τέχνης του επαναστατικού ζην. Γεννημένη το ΄22, πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων "Αγάπη" το 1949. Πολυταξιδεμένη στην ανατολική κ κεντρική Ευρώπη, υπήρξε πνεύμα ατίθασο που ύψωνε πάντα το ανάστημά της δεν χαραμιζόταν σε ανθρώπους και καταστάσεις, που η ίδια δεν εκτιμούσε. Στο επίκεντρο της ριζοσπαστικής κ καυστικής πένας της, βρίσκεται πάντα η γυναίκα, τα προβλήματα της και οι αγώνες της για χειραφέτηση και ανεξαρτησία. "Είμαι παθιασμένη αντιφεμινίστρια για τον απλό λόγο ότι είμαι ευτυχής που γεννήθηκα γυναίκα", δήλωσε μετά το τελευταίο βιβλίο της. Έκαμε τρεις γάμους και απέκτησε μια κόρη, την ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη.

"Αν ξαναγινόμουν 20 χρονών, θα ξεκινούσα από τις κορυφές των βουνών αντάρτης, ληστής, πειρατής να ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους όσο και εκείνων που εθελοτυφλούν.

Αν κ τα τσιτάτα πολλές φορές μπορούν να διαστρεβλώσουν όσα κάποιος ήθελε να πει μέσα από τα κείμενα που πάρθηκαν, σας τα παραχωρώ, όπως κ εγώ τα βρήκα, προς προβληματισμό, αναμόχλευση ιδεών κ προτύπων, προς ένα ταξίδι ανατροπής!

Για τους Έλληνες
"Οι Εβραίοι είχαν την ευφυΐα της προοπτικής. Το ίδιο και οι Γάλλοι. Δηλαδή τι το γεννάει αυτό, τι το προκαλεί αυτό δεν έχει σημασία. Άλλοι είναι οι λόγοι που οι Γάλλοι έχουν αυτή τη τεράστια προοπτική και που λειτουργούν με σαράντα χρόνια προοπτική, το οποίο είχαν και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ο Αδριανός έκανε σχέδια για όταν θα καταχτούσανε και θα ησύχαζαν την ανεξημέρωτη Γερμανία. Πως θα προέκτεινε την αυτοκρατορία του ως εκεί, ως τα ψηλά, ως τη Βόρεια Θάλασσα. Λοιπό καταλαβαίνετε ότι οι Έλληνες είναι οι μόνοι που δεν έχουν καμία προοπτική, δεν σέβονται και δεν εκτιμούν τίποτα που κάνει ο προηγούμενός τους. Απόδειξη ότι έρχονται στην κυβέρνηση και τα χαλούνε όλοι που έφτιαξαν οι προηγούμενοι"

Για τους πολιτικούς
"Οι εκάστοτε κυβερνώντες, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μετά, δεν είχανε κανένα πατριωτικό συναίσθημα γιατί δεν είχαν επίγνωση για την Ελλάδα που κυβερνούσαν. Δηλαδή δεν ήξεραν το ποιόν, δεν ήξεραν το ζυμάρι της Ελλάδας ποιο είναι. Δεν το πονούσαν, δεν το πονούν ακόμα και τώρα."

Για τους άνδρες
"Δεν τους βρίζω τους άνδρες, τους θεωρώ υπεύθυνους, για την απόγνωση της ανθρωπότητας"

Για τις γυναίκες
"Τις γυναίκες δεν τις θωρώ Αγίες, τις θεωρώ ηλίθιες. Με συγχωρείς τις θεωρώ σχεδόν ηλίθιες. Υποκρίτριες, ανασφαλείς, ανειλικρινείς."

Για τα γυναικεία πρότυπα
"Από την μαντάμ Κιουρί ως τη Μελίνα. Μιλάω για δυο διαφορετικές γυναίκες: η Μελίνα ήταν ο αφρός, η μαγεία, που κάθε γυναίκα θα ήθελε να ταυτιστεί μαζί της. Η Κιουρί ήταν ένας μεστός άνθρωπος από διανόηση. Δύσκολο να βρεις τα στοιχεία της μιας και της άλλης στην ίδια γυναίκα"

Για τα αρνητικά γυναικεία πρότυπα
"Οι γυναίκες που πάνε σ 'έναν άντρα σκόπιμα, σ 'έναν άντρα ηλικιωμένο και κάνουν ότι σπαρταρούν στην αγκαλιά του. Ένα τέτοιο πρότυπο θα έλεγα είναι η Δήμητρα."

Για το φεμινισμό
"Ο φεμινισμός θα πει καθολική απελευθέρωση. Ο φεμινισμός όπως εννοείται στην ιστορική παράδοση, είναι ένα είδος επανάστασης φυλετικής.
Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ μακριά από τους άντρες, δεν αισθάνθηκα να διεκδικώ κάτι από τους άντρες και να μην το πήρα.
Είμαι παθιασμένη αντιφεμινίστρια για τον απλό λόγο ότι είμαι ευτυχής που γεννήθηκα γυναίκα. Και τι θα γινόμουν πως θα 'παιρνα τόσες και τέτοιες ηδονές αν δεν υπήρχαν οι άντρες."

Για τη γνώση
"Η μεγάλη γνώση δεν αποκτιέται μόνο με βιώματα, ας μην κοροϊδευόμαστε. Η μεγάλη γνώση αποκτιέται με διάβασμα, με μελέτη ή έστω να βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον υψηλής καλλιέργειας. Και δεν νομίζω ότι η γνώση αποκτιέται τόσο εύκολα. Η γνώση είναι δύσκολο πράγμα και εκεί που μας πληγώνει είναι να βλέπουμε τους Έλληνες τόσο ανίδεους."

Για το γήρας
"Δεν έρχεται με τα χρόνια. Έρχεται με τις δυνάμεις μου.
"Δεν έχω, λοιπόν, πια δυνάμεις, για να έχω ένα μεγάλο σκυλί."

Για το θάνατο
"Με συμπαθάτε, αλλά το θάνατο τον έχω χεσμένο"

«Δίνω την εντύπωση ότι μισώ και όμως γράφω στίχους ακριβής αγάπης»


Και μια συνέντευξη της Γυναίκας

Έξω βρέχει δυνατά-της αρέσει η βροχή. Η δαντελένια κουρτίνα είναι τραβηγμένη, οι σταγόνες πέφτουν με δύναμη στο κάγκελο του μπαλκονιού, από κει και πέρα υπάρχει το γκρίζο της καταιγίδας και πίσω τα σκοτεινά παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας-τυπικό σκηνικό του κυριακάτικου απομεσήμερου. Καθόμαστε στο σαλόνι ενός τυπικού διαμερίσματος στον 5ο όροφο μιας πολυκατοικίας της οδού Διδότου, που εκείνη το έχει μεταμορφώσει σ'ένα ξεχωριστό σπίτι. Με τα παλιά έπιπλα, τα σπάνια ξυλόγλυπτα κουρτινόξυλα, τα βανετσιάνικα ποτήρια στον μπουφέ, τους καθρέφτες με τις υπέροχες κορνίζες, τους πίνακες, τις φωτογραφίες και τα πορτραίτα ανθρώπων στις άσπρες επιφάνειες των τοίχων - στο γραφείο ο Γεφτουσένκο, ο Κάφκα, ο Υβ Μοντάν, ένας αγαπημένος φίλος που έφυγε για πάντα, ο Τζέρεμυ Άιρονς, αλλού η Γκρέτα Γκάρμπο-η ζωή της όλη σκέφτομαι σε κύκλους επάλληλους...

Η ίδια γεμάτη από το άρωμα αυτής της ζωής, τον διαχέει στον χώρο. Μου λέει να κοιτάξω έναν πίνακα του Μιγάδη-την Κυρία με τα Ροζ-να τον κοιτάξω απλώς, τίποτε άλλο...Στη «γωνιά» της, εκεί που δέχεται τους φίλους της, ο καναπές και οι πολυθρόνες, με τα μαλακά κεντημένα μαξιλάρια, είναι ντυμένα με ένα ξεθωριασμένο βυσσινί βελούδο , το παλιό ανάκλιντρο πιο κει, το 'χει από τη μάνα της. Ζει μόνη με τον κεραμιδόγατό της, τον Πόπη, την περσική της γάτα, την ωραία κι απόμακρυ Ντορέτα, και το σκύλο της, τον Μπόνυ, ένα ηλικιωμένο πομεράνιαν. Είναι παρόντες όλοι, ο καθένας με το στυλ του, στην κουβέντα, την αγγίζουν, την κοιτάζουν, υπάρχει συντροφικότητα, συνενοχή...

Φοράει μαύρο παντελόνι και γκρι πουκάμισο, τα μαλλιά της είναι γκρίζα, μου κάνει εντύπωση η επιδερμίδα της, λεπτή και διάφανη. Καπνίζει συνέχεια και πίνει βότκα σιγά, σιγά, γουλιά γουλιά. Με κοιτάζει με δυνατά, ήσυχα μάτια, αυτή που η λέξη που θα ταίριαζε στη ζωή της είναι «τρικυμία» ή θύελλα. Εικοσιπέντε βιβλία-μυθιστορήματα και δοκίμια «ανατρεπτικά»-στάση ανατρεπτική και συμπεριφορά προκλητική απέναντι στο «κατεστημένο», μια κόρη , η ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη, μεγάλοι έρωτες, τρεις γάμοι, τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Το μυθιστόρημά της «Η Αγάπη Άργησε μια Μέρα» γίνεται σήριαλ από τον Κώστα Κουτσομύτη, ανοίγοντάς της και τον δρόμο της τηλέορασης.

-Είναι σημαντικό αυτό για σας;

-Όχι δεν είναι καθόλου σημαντικό αυτό για μένα. Κατ'αρχήν, διότι εγώ δεν αποβλέπω στο να πουλήσω από την τηλεόραση. Το βιβλίο κυκλοφορεί τρία χρόνια και εξακολουθεί να είναι μπεστ σέλερ , έφτασε τα 130.000 αντίτυπα και έχει διαβαστεί από πολύ περισσότερους βέβαια, έκανε τον κύκλο του. Η συμφωνία για την τηλεοπτική μεταφορά του κλείστηκε όταν πρωτοκυκλοφόρησε, σήμερα δεν θα το έδινα. Πέρα από αυτό είμαι πάρα πολύ επιφυλαχτική ως προς την απόδοση.

-Εσείς τι θέλατε να πείτε με το βιβλίο;

-Έχει σημασία να σας πω πώς το έγραψα αυτό το βιβλίο. Είχα στη Νεάπολη της Κρήτης, το χωριό όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, κάτι θειάδες, πρώτες ξαδέλφες δικές του, επτά τον αριθμό, όπου και στο βιβλίο, που ήταν όλες γεροντοκόρες. Τραγικές φυσιογνωμίες που εγώ τις λάτρευα και τις έκλεβα. Πήγαινα στο σπίτι τους, εγώ που δεν είχα σχέση με κανένα συγγενή, κι έκλεβα την ποιότητά τους, έκλεβα το υλικό τους, έκλεβα την υπόστασή τους την τόσο μακρινή από μας και έλεγα πως κάποτε θα τις γράψω.

-Πώς δεν είχατε σχέση με κανένα συγγενή σας;

-Ήμουν αντισυγγενική. Διότι η ζωή που ζούσα εγώ δεν ήταν της εγκρίσεως του καθώς πρέπει κόσμου. Κι εγώ ανήκα σε μια καθωσπρέπει οικογένεια.

-Τι κάνατε δηλαδή;

-Είχα καταρχήν ξεφύγει, με τα μέτρα και τις αντιλήψεις της εποχής, απ΄το σπίτι μου, απ΄την οικογένεια μου. Είχα εραστές με το τσουβάλι, είχα σχέσεις ελεύθερες. Ο πατέρας μου, που ήταν δημοσιογράφος, εκδότης μιας μεγάλης εφημερίδας στην Κρήτη, κι έγινε μετά υπουργός Τύπου στην κυβέρνηση Τσουδερού, με απειλούσε και μου απαγόρευε να κυκλοφορώ στην πλατεία Συντάγματος, γιατί εκεί κοντά ήταν το στέκι του. Μου έλεγε ότι αν με δει, έχει το περίστροφό του επάνω του και θα με σκοτώσει.

-Τον αψηφούσατε;

-Ε, είχα μεγαλώσει αρκετά πια για να πιστεύω αυτούς τους παλικαρισμούς, αλλά φοβόμουν τον μπαμπά μου. Γιατί ήταν ικανός να μου δώσει και δυο σκαμπίλια στη μέση της πλατείας. Από το άλλο μέρος, η μαμά μου και οι τρεις αδελφές μου-μεγαλύτερες μου, καλλονές όλες, αλλά απάντρευτες-δεν μου συγχωρούσαν την ανεξαρτησία μου αυτή και με κατηγορούσαν για πουτάνα. Θεωρούμουν η ντροπή της οικογένειας.

-Οι θείες από την Κρήτη σας αποδέχονταν;

-Στις θείες επειδή ήταν μεγαλομανείς-κι αυτό το στοιχείο που το έχω έντονο στο βιβλίο, φοβάμαι ότι ότι δεν το'χει πιάσει ο σκηνοθέτης-άρεσε πάρα πολύ που ασχολιόμουν με τα γράμματα και τις κολάκευε ότι πήγαινα στο χωριό να τις δω. Ζούσαν σε ένα σπίτι παλιό σαν κι αυτές , παμπάλαιες όλες, με δέρματα τρυφερά, ωραία, ανήλιαγα, χλωμά, φιλντισένια κάποτε ...Και πριν από τρία περίπου χρόνια, οι δυο αδελφές μου μ'έκαναν να καθίσω κάτω και να τις περιγράψω.

-Με ποιόν τρόπο;

-Αρρώστησαν κι επειδή, μισότρελες καθώς ήταν, δεν ανέχονταν κανέναν ξένο να τις περιποιείται, έπεσαν στα χέρια μου να τις νταντεύω και να τις προσέχω, αυτές που με κατάγγελναν και με κατηγορούσαν σαν πουτάνα ως την τελευταία τους στιγμή. Τέλος πάντων, όταν προχώρησαν οι αρρώστιες τους, είπα: «Λιλή, πρέπει να σωθούμε, πρέπει να βρούμε κάτι άλλο να σκεφτόμαστε εκτός από την Ιωάννα και την Έλσα». Και τότε είπα «θα γράψω τις θείες». Κάθισα λοιπόν στο γραφείο μου και άρχισα να εκμαιεύω το μυθιστόρημα. Αλλά, βέβαια, έβρισκα ένα στοιχείο δύσκολο σ 'αυτό, διότι η ερημιά δεν έχει υπόθεση. Η ερημιά δεν περιγράφεται.

-Δεν υπήρξε δηλαδή Ιταλός;

-Όχι καλέ, παρθένες πεθάνανε και οι έξι απ 'τις εφτά αδελφές! Τον εφηύρα τον Ιταλό, κατ αρχήν, διότι κάποιος έπρεπε να πηδήξει εκεί μέσα. Διότι έπρεπε να δημιουργηθεί υπόθεση.

-Γίνεται ήδη μια συζήτηση αν το μυθιστόρημα είναι «φεμινιστικό» ή «αντιφεμινιστικό»...

-Δεν δικαιώνει τις γυναίκες αυτό το μυθιστόρημα, εγώ βρίσκω ότι συντρίβει τις γυναίκες. Βέβαια έχω ξεφτιλίσει και τους άντρες, τα αδέλφια τουλάχιστον της οικογένειας ξεφτιλίζονται. Μαλάκες βγαίνουνε.

-Είστε φεμινίστρια;

-Όχι εγώ δεν είμαι φεμινίστρια. Αντιπαθώ τον όρο, αντιπαθώ την ηλίθια χρησιμοποίησή του στην Ελλάδα, από την Μάργκαρετ Παπανδρέου ξεκινώντας, η οποία είχε γίνει ηγέτης των επαναστατημένων γυναικών, ενώ έτρωγε το κέρατο σύννεφο κι ανεχόταν τα πάντα. Η κυρία Μάργκαρετ Παπανδρέου ξεφτίλισε το κίνημα των γυναικών, το οποίο εγώ δεν θα το έλεγα φεμινιστικό. Ονειρεύομαι να μην πεθάνω, αν δεν βρω ένα όνομα που να εκφράζει τον φεμινισμό, ένα ελληνικό όνομα όμως –θα 'θελα πολύ να έχω αυτή την ευρεσιτεχνία.

-Γιατί αυτό το πάθος;

- Διότι από την αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε η καταδίκη της γυναίκας. Όταν σκεφτείτε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες είναι υπεύθυνοι για την ταπεινωτική συμπεριφορά που επιβλήθηκε παγκόσμια κατά της γυναίκας, θα καταλάβετε ότι είναι ντροπή να λέμε το φεμινιστικό κίνημά μας για να κερδίσουμε την αξιοπρέπεια μας απέναντι στους αρσενικούς.

-Πέρα από το πάθος και τα πάθη, προοπτική ισότιμης προσέγγισης των δυο φύλων βλέπετε να υπάρχει;

Ναι διότι πιστεύω ότι οι άντρες θα πάψουν να είναι τόσο υπερφίαλοι, τόσο εγωιστές ώστε να θέλουν η κατάκτηση μιας γυναίκας να είναι ο θρίαμβός τους. Θα γίνουν σεμνοί ώστε να χρειάζονται και αυτοί μια γυναικεία συντροφιά.

Συνέντευξη της Λιλής Ζωγράφου στην Όλγα Μπακομάρου στο περιοδικό «Γυναίκα» τεύχος Μαρτίου 1997. Αναδημοσιεύεται όπως μας την παραχώρησαν σε μάθημα στο Πανεπιστημίο.


Στην υγεία σου Γυναίκα, στις υγείες μας Αντάρτισσα!



* από http://zwgrafou.bravehost.com/

** άλλες πηγές www.enet.gr, www.komvos.edu.gr







Κυριακή 16 Μαρτίου 2008


ΕΚΕΊ ΠΟΥ ΟΙ ΛΈΞΕΙΣ Ε'ΙΝΑΙ ΠΕΡΙΤΤΈΣ

ΤΑ ΚΛΆΜΜΑΤΑ ΣΤΈΡΕΨΑΝ
ΟΙ ΚΡΑΥΓΈΣ ΣΙΏΠΗΣΑΝ
ΚΑΙ Η ΠΑΛΉ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΉ ΤΑΥΤΊΖΕΤΑΙ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΉ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΌ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΆΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΌ







ΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΝΤΙΦΑΝΤΑ
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ




ένα ακόμα ταξίδι...αφιερωμένο


Καμιά φορά μας παρασέρνουν τα λόγια,
ο πόνος, οι πληγές, οι αναζητήσεις,
οι αγωνίες κ οι αμφιβολίες ανθρώπων
που δεν ξέρουμε, που δεν έχουμε μοιραστεί μαζί τους τίποτα πιότερο από δυο βράδια, δυο στιγμές, λίγες ανάσες στις θολές από την κάπνα ταβέρνες, ή και ακόμα λιγότερα, μονάχα λίγες γραμμές ίσως σε ένα φόρουμ, λίγες αράδες ανταπαντήσεων σε ένα μπλογκ, μας παρασέρνουν σε ένα ταξίδι αισθαντικό, σε ένα ταξίδι μιας παράξενης συνύπαρξης αορίστου χρόνου…
Κι ήταν όλες αυτές, όλες οι λίγες αυτές στιγμές αρκετές για να αισθανθούμε ζεστασιά, να νιώσουμε οικεία, να μας ταξιδέψουν σε θάλασσες αλληλοϋποστήριξης, σε λιμάνια κοινών πόθων, εμπειριών, κ από εκεί στο πιο όμορφο απάγκιο, εκείνο της μιας κ μοναδικής ανάγκης, της μέγιστης, της πιο ανθρώπινης, της απλής, της δίχως τίποτα περίσσιο ανάγκης, της αληθινής ανθρώπινης επαφής.
Μιας επαφής που δεν ζητά, δεν ρωτά, δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε, μα τα θέλει όλα, τα αναζητά όλα, τα ερμηνεύει κ τα εισπνέει όλα.
Το κείμενο αυτό, γράφτηκε με αφορμή μιας τέτοιας συνάντησης, που μου γέννησε τα πιο αγνά συναισθήματα για έναν άνθρωπο λεβέντη, που δεν τον σκιάζει τίποτε, μήτε περπατά ποτέ με το κεφάλι χάμω, μήτε ζητά συμπόνια. Σύντροφε, ξέρω όμως πως θες την σιγουριά εκείνη που όλοι μας ζητάμε, κείνη που όσοι ζουν την εκμετάλλευση στο πετσί τους, όσοι έζησαν τον έρωτα, την αγάπη, τον πόθο, το πάθος, την ξενιτιά, το ξεπούλημα των χεριών τους για λίγες δραχμούλες, την έχουμε ανάγκη, όχι για επιβεβαίωση μα για να προχωρήσουν ακόμα πιο δυνατοί, ακόμα πιο περήφανα, ακόμα πιο αντρίκεια στον κόσμο τούτο.
Δεν έχω πολλά εφόδια, παρά μόνο κάποια λιγοστά ταξίδια, κάποια βλέμματα, κάποιες στιγμές… Σας τις χαρίζω, όπως τις νιώθω, όπως τις βίωσα κ τις εξήγησα.
Μια εξομολόγηση ίσως να φανεί, όχι από ψυχής-πόσο αλήθεια άθλια είναι αυτή η λέξη, σαν να με προστάζει να βγω από το σώμα μου-μα από καρδίας. Στο ράδιο παίζει Άσιμος…
Στα ταξίδια μου τα καθημερινά μα και εκείνα τα μακρινά πάντα προσπαθώ με τα λιγοστά μου εφόδια να αφουγκραστώ τις ανάγκες που γεννάν τις συγκυρίες, να μυρίσω τα θέλω των ανθρώπων εκείνες τις μεταφυσικές κραυγές τους μα και κείνες- όλο και πιο σπάνια πια υλιστικές σκέψεις- που τους οδηγούν στις πράξεις που τους ορίζουν. Γέμισα στο διάβα των χρόνων μου με μεταφυσικές υστερίες για την ψυχή, το νου, τα θέλω και τα πρέπει, ηθικά καρναβάλια από κοριτσόπουλα ερωτευμένα με πλάσματα φανταστικά, από άντρες που ψάχνουν στον σάπιο εγωισμό της κτήσης τους, τις απαντήσεις των παντελονιών τους, από πολιτικάντηδες που παλεύουν να με πείσουν πως ειν της μοίρας μας γραφτό στον κόσμο τον άδικο αυτόν να ζούμε, γι αυτό ας πάρω μιαν ανάσα κι ας βολευτώ κι εγώ σε μια καρέκλα που τόσο πονετικά μου δίνουν, σαν τα συγχαρήκια των ετών που ξόδεψα καταπονώντας σώμα και πνεύμα.
Γέμισα όμως κι από μάχες, από πρόσωπα αληθινά όμορφα, που στέκονται θεριά μπρος του καιρού τα γυρίσματα, παλικάρια αληθινά, μιας ζωής στερημένης, γυναίκες που κάτω από την μπούργκα που τους φόρεσαν αμερικανοί τσαρλατάνοι κραδαίνουν σπαθί για να ρημάξουν τους υποδουλωτές τους, τούρκους δερβίσηδες που με υποδέχτηκαν στα σπίτια τους σαν φίλη αληθινή, σαν γειτόνισσα, μακριά από εθνικά μίση και πάθη, κούρδους συνοριοφύλακες, άντρες ζωσμένους με τα τουφέκια της λευτεριάς τους, παλαιστίνιους πρόσφυγες, που γέρασαν οι φωνές τους να μιλάν για τον ξεριζωμό, για τον σπαραγμό που κατάφερε η δύση στα πάτρια εδάφη τους. Βρήκαμε αλλού πατρίδα μου είπε ένα παιδάκι 9 χρονώ φέτος, μα γιατί μας έδιωξαν από την γη των προγόνων μας; Να πάω θέλω μια φορά εκεί που έχασε η γιαγιά μου το ποδάρι της θέλω, μα δεν μ αφήνουν τα σκυλιά των αφεντάδων. Και ένας άλλος στο Παρίσι κρατώντας με αγκαλιά να μην κρυώνω, μου θύμισε τι θα πει αξιοπρέπεια, με μια ιστορία για βιασμένες πλούσιες πια συζύγους, η αξιοπρέπεια του εργάτη μου είπε είναι πάνω από όλες τις ανάγκες, απ όλα τα αισθήματα και τους πόνους της καρδίας, πάνω από την αγάπη είναι μου πε, γιατί χωρίς αξιοπρέπεια όλα είναι υποταγμένα στην δύναμη όσων μας φυλακίζουν. Και κάτι έλληνες μετανάστες στην Γερμανία μου εξήγησαν την λέξη πατρίδα, όταν με δυο τζούρες μπύρας μου παν, δυο πατρίδες έχουμε εμείς, αυτή που γεννηθήκαμε κι αυτή που ζήσαμε, μεγαλώσαμε και γινήκαμε άνθρωποι… και μια Τρίτη, μου ΄πε ο κυρ Κώστας στο αυτί, ολάκερο τον κόσμο, αλλά μην το πεις δυνατά και μας ακούσουν…
Κάπως έτσι ταξίδεψα μέχρις τα σήμερα, ψάχνοντας απαντήσεις, μυρίζοντας τόπους τοπία και ανθρώπους, αναζητώντας την αλήθεια, γυρεύοντας τα δίκια των καθημερινών καταπιεσμένων και κατατρεγμένων της γης ετούτης, και άλλοτε γυρεύοντας τον έρωτα και τον πόλεμο. Μοναχικό το ταξίδι, γιατί στην πλάση τούτη, δεν βρίσκεις συνοδοιπόρους εύκολα για τέτοια ταξίδια, πέρα από την φαντασία, πέρα από τον δυτικό τουρισμό της χλίδας και των φαντασιακών ονειρώξεων, δεν βρίσκεις συνοδοιπόρους σε ένα ταξίδι της γύμνιας, των κρυστάλλινων βλεμμάτων. Μα συνήθισα πια, και έμαθα να λέω ένα ευχαριστώ από καρδιάς, όταν κάποιο κρύο βράδυ ή κάποιο ζεστό απομεσήμερο, βρεθεί συνεπιβάτης. Κι έτσι σιγά σιγά το δισκάκι τέλειωσε και μαζί και ο χώρος μου…

Τα πιο καθάρια βλέμματα είναι εκείνα των πεινασμένων εραστών της ζωής, εκεί βλέπεις καθαρούς ορίζοντες και αληθινούς πόθους…
Ο πιο καθαρός έρωτας είναι εκεί που ζητάς τα πάντα μα τίποτα δεν θες να κάνεις δικό σου, φτάνουν οι αναπνοές σας που κυλούν μαζί εκείνα τα δευτερόλεπτα του ασίγαστου πάθους

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

μια κτητική αντωνυμία, καλλιτεχνικά στολισμένη

Στολίδια, φιοριτούρες και μεταξωτά χαλιά στολίζουν τα ρούχα μας, τα σπίτια μας, τα αυτοκίνητα μας, την μπαγκαζιέρα μας, που κουβαλάμε πάντα δίπλα μας, μα κυρίως ένα μας από πίσω να τα ακολουθεί βιαία, να τους δίνει υπόσταση, να τα πνίγει, και να τα ερεθίζει βρώμικα κάθε φορά που το ξεχνάμε, λες και η πιο μεγάλη ανάγκη σε όλα αυτά είναι το ίδιο το μας, η ίδια η ανάγκη να έχουμε κάτι στην ιδιοκτησία μας, να μας ανήκει, να το ορίζουμε, να το διορθώνουμε, να το διαμορφώνουμε, να το δείχνουμε ως δικό μας, να το κρατάμε δεμένα γέρα δίπλα μας,
Ένα μας που μπαίνει δίπλα σε κάθε λογής στολίδι που απλόχερα χαρίσαμε στον εαυτό μας, ένα μας που όμως θέλει να μας κάνει χυδαία να ξεχάσουμε κάτι; Να ξεφύγουμε από κάτι;
Ή ίσως να κρύψουμε κάτι;
Ένα μας που το ξεχνάμε όταν έρχεται η ώρα των λαθών, της ξεφτίλας και της βρώμικης ώρας του καθαρίσματος των περιττωμάτων της άθλιας καθημερινότητας.

Μα αυτό που με ενοχλεί πίοτερο είναι η ίδια η λογική του στολιδιού, η ίδια η ανάγκη που μας γεννιέται καθημερινά να καλύψουμε με όμορφες λέξεις, τρόπους, σκέψεις την γύμνια μας.
Μα νομίζουμε αλήθεια ότι πίσω από τόσα ψεύτικα είδωλα δεν θα έβλεπε ο σύντροφος μας, οι άνθρωποι μας, οι γύρω μας, την ειλικρινή και χωρίς κοσμήματα αλήθεια μας; Μα οι πράξεις μας ο ίδιος ο τρόπος που φοράμε όλα αυτά δεν κρύβουν κάτι μα δείχνουν μες την υπερβολή τους αυτό που θέλουμε να κρύψουμε.
Δεν έχουμε και δεν είχαμε ποτέ διπλή υπόσταση, δεν ήμασταν ποτέ δυο πάντα ένα ήμασταν, και ως ένα πορευόμαστε, μιλάμε, επικοινωνούμε, ερωτευόμαστε, απεργούμε, μαχόμαστε, ζούμε, αναπνέουμε.
Και κάπου εκεί οι σκέψεις του ταξιδευτή βρίσκουν λιμάνι, στους περιθωριακούς της γης ετούτης και ψάχνουν εκεί για μιαν αλήθεια, για μια ύπαρξη χωρίς περιττά μας και λοιπά κοσμήματα, και να ο μεγάλος γέλωτας του ίδιου του ποιητή...και πως θα μπορούσε να μην είναι τέτοιος άλλωστε, αναγκαιότητα κι αυτή της βαρβαρότητας των καπιταλιστικών πλεγμάτων...

πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή

Μια ιντελιγέντσια που κρύβεται πίσω από το δάκτυλο της, που πατά πάνω σε ρεαλιστικές στάχτες και έχει για στέρεες βάσεις μεταφυσικές κτήσεις και παρακμιακούς συμβολισμούς. Μια καλλιτεχνική απάντηση που μένει μέχρι εκεί, έχοντας απαρνηθεί την επαναστατική της φύση. Μια νέα κάστα που ψάχνει να βρει μέσα στο χωνευτήρι της καρδιάς, όχι σε κανένα άλλο, το πορφυρένιο χρυσάφι της ζωής, βλέποντας από ψυχής τον κόσμο που ανοίγεται γύρω της...Σαν αιώνια κατάρα προς τον Μαγιακόφκσι που έχουν κάποιοι ακόμα στην κωλότσεπη, σπαράζει η πνοή
-Σαν αφορισμοί, σου ακούγονται όλα αυτά σύντροφε;
-Όχι;
-Μα πως;
Ό
ταν η θηλιά αγαπητέ μου, φτάνει στο λαιμό, είναι η ώρα η αλήθεια να βγει γυμνή και μόνη της να πάει στην μάχη, αγέρωχη, με την περηφάνια του Παλαιστίνιου πρόσφυγα και την αντροσύνη Χιλιανού κοριτσιού 10 χρόνων μπρος στα τανκ της χούντας.

Για ποία πραγματικότητα μου μιλάς;

-Για ποια πραγματικότητα μου μιλάς;

Για κείνη που ήθελα να ξεχάσω ότι ζω, μα βιαία με επανέφερε η ίδια η αίσθηση της απάτης που με έκανε να θέλω να φύγω από αυτήν;

-Δεν έφυγα ποτέ;

-Πως τολμάς;
Δεν έχεις το θάρρος καν να δεις πως δεν θέλω να κοιτάξω εκείνον τον καθρέφτη που εξαναγκαστικά έχεις βάλει μπροστά μου. Εσύ τον είδες; Εσύ κοιτάχτηκες; Και όταν κοιτάχτηκες τι είδες; Είδες εσένα ή είδες πάλι αυτό και μόνο που ήθελες; Για ποια πραγματικότητα μου μιλάς; Για εκείνη που θέλεις να μου πλασάρεις ότι ζεις εσύ; Εγωιστικό μου πλάσμα που θέλεις πάντα να κερδίζεις ακόμα και όταν έχεις γίνει σταχτή, ακόμα και όταν θλιβερά κείτεσαι γυμνός και αποστεωμένος στα ρημαδιά που δημιούργησες.

Ω ναι, αγαπημένε μου μια είναι η πραγματικότητα, αυτή που ζω εγώ, αυτή που δεν θες να ζεις τελικά εσύ, αυτή που γράφει ιστορία και δεν ξεγράφει, αυτή που απογυμνώνει και αυτή που ντύνει, μέσα στις αντιφατικές της απολήξεις, ανάμεσα στον ενιαίο της σπαραγμό, αυτή είναι η ζωή.

Μην πας να νικήσεις την φορά του νερού, είσαι ήδη ηττημένος.


Συνεχίζοντας έναν συλλογισμό για τον καθρέφτη που επιβάλλεις στον διπλανό σου να δει, μήπως κ αντικρύσει το σπασμένο και φθαρμένο είδωλό του, λες και θαρρείς και θα καταφέρεις το ποθητό έτσι...
Λίγες σκέψεις για τον τρόπο που θωρεί την πραγματικότητα η ματιά μας και πως την αναλύει και την κάνει πράξη ο νους μας. Μνήμες που ξεσπούν αλλοπρόσαλλα μέσα μας προσπαθώντας να δουν την αλήθεια και την ιστορικότητα της πορείας μας. Και εκεί ακριβώς το ταξίδι από τα κάτω ρέλια της ταξικότητας μας και πριν κατεβούμε στις μηχανές να βάλουμε μπρος, ένα κύκνειο άσμα προς αυτούς που θέλουν να με πείσουν για τα δήθεν αυτονόητα τους. Ένα σοκ μα πιο πολύ ένα δέος προς την πειθήνια θεώρηση της κάφτρας του τσιγάρου την ώρα που αυτή φλέγεται γοργά από τον αγέρα της νομοτελειακής, τι άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε, αλλαγής.
Μα πως θα μπορούσε αγαπημένοι μου να είναι η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, αν η μια δεν εμπεριείχε την άλλη όχι στην σμασμοδικότητα που θέλουμε να της φορέσουμε, μα στην ολότητα της, στο Ganzes της. Πως αλλιώς θα μπορούσε κανείς να θωρήσει τα πραττόμενα του, αν δεν τα έβλεπε με το πρίσμα που αναλύει την ίδια την πραγματικότητα στην οποία το δίχως άλλο απλά αισθάνεται ότι ζει, χωρίς να θέλει ίσως, να μην το αφήνουν, να μην τους αφήνει ο ίδιος, να βιώσουν την ίδια την υλική μας υπόσταση, ακόμα πιο βαθιά μπαίνει εδώ η αναγκαιότητα επαπροσδιορισμού της ίδιας της ύλης.
Όχι μόνο στην ακαθόριστη και περιστροφική κίνηση που θέλουν κάποιοι να της φορέσουν, δείγμα τάχα μια έντεχνης καλλιτεχνικής θεώρησης του κόσμου τούτου, μα στην πορεία που η ίδια ευτυχώς-πλεονασμός- αυθύπαρκτα έχει διαλέξει.
Στην προσπάθεια εκείνη λοιπόν να μπουν όλοι αυτοί οι κουλτουριάρηδες πιο βαθιά στο είναι τους, λησμονούν το ίδιο το αυτονόητο, μα πως θα δουν κάτι διαφορετικό από αυτό που θωρούν όταν κοιτούν στο περβάζι της ζωής τους. Λες και η μεταφυσική ή ορθολογική προσέγγιση είναι ένα φόρεμα που το αλλάζουμε με στολίδια ανάλογα την περίσταση, ή λίγο ακόμα πιο βαθιά λες και είναι ολόκληρη γκαρνταρόμπα την οποία εναλλάσσουμε ανάλογα με το μικροαστικό ή μεσοαστικό μπουζουξίδικο που θέλουμε να μεταφέρουμε την ταπεινή μα όχι μάταιη ύπαρξη μας.
Μα είναι δυνατόν, σύντροφοι, το πρωί να ταξιδεύουμε ως μετανάστες και το βράδυ ως οδοιπόροι μιας ζωής γεμάτης υλικά πλούτη;
Είναι δυνατόν να το βράδυ να πίνεις βότκα με λεμόνι και το πρωί μαρτίνι με ελιά το δίχως άλλο αργεντίνικη;
Ή μήπως αλλάζεις μορφή κάθε που θωρείς την ομορφιά της δικιάς σου κυράς, κτήμα και αυτό της χυδαίας ύπαρξης σου;
Δεν θα με πείσεις αγαπημένε μου, όπως και να ναι το όνομα που παίρνεις είτε με την συνειδητή ελληνοφρένεια σου είτε με την ασυνείδητη περιήγηση σου στο κόσμο των καμένων και καταραμένων.
Η ίδια μάτια είναι που κοιτά την Βαγδάτη που καίγεται, η ίδια και την Τουρκία που θέλει τάχα να κατακτήσει πάλι την δύστυχη Ευρώπη, η ίδια είναι που θωρείς τον εαυτό σου και εισπράττεις τον ιδιοκτησία σου, σαν μετουσίωση του ίδιου σου το εγώ. Διαλεκτική συνύπαρξη, διαλεκτική σκέψη, αντανάκλαση της κίνησής που συντελείται με αντιθέσεις, φτάνοντας μέσα από την ίδια την ταξική διαρκή πάλη των αντιθέτων στην τελική σύνθεση που καθορίζει, πως θα μπορούσε άλλωστε διαφορετικά την ζωή, στην φύση και τελικά στην ίδια την πραγματικότητα που βιώνουμε σε κάθε πολιτική εποχή.
Έτσι το σοκ που περιμένεις εσύ να δω εγώ, το έχω ήδη δει, και εγώ μα και εσύ αγαπημένε μου, καθημερινά γύρω μου στην διακαή πάλη του να επικρατήσει μέσω του εμπειρισμού ή ακόμα χειρότερα του εμπειριοκριτικισμού που εσύ με έντεχνο τρόπο θες να μου φορέσεις. Γιατί συνεχίζεις και μου μιλάς γι αυτό λοιπόν, θες να με πείσεις να πως ο κόσμος τούτος κινείται σε μια σφαίρα ιδεών πάνω από τα μελλούμενα, δεν ζεις φρικτά την βαρβαρότητα εσύ; Κοίτα την στα ίσα λοιπόν, χωρίς φόβο, όπως ο ειλικρινής και μόνο πολεμιστής κοιτά τον αγέρωχο στρατό των ήδη νικημένων εκ θέσεως.



Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Ρίτσος-Λεοντής, καπνισμένο τσουκάλι

Τραγούδια που γράφτηκαν μέσα στην χούντα, κι βγήκαν σε δίσκο, λίγο μετα το 1975. Στίχοι του μεγάλου επαναστάτη Γιάννη Ρίτσου κ σύνθεση του μοναδικού Χρήστου Λεοντή. Αξέχαστες ερμηνείες ψυχής κι όχι απλά φωνής του Αρχάγγελου της Κρήτης, της λατρεμένης μου Τάνιας κ του αξέχαστου Βασίλη Μπάρνη, που μετά το Τσουκάλι χάθηκε απο τα μουσικά δρώμενα.
Στον δίσκο αυτό, που σε όσους τον έχουν το γλυκό τσιτσίρισμα του πικ απ, απο τις χιλιάδες φορές που τον έπαιξε, μας θυμίζει κάθε φορά που το ξαναακούμε πόσα όνειρα κάναμε στο άκουσμα του, πόσες ελπίδες μας γέννησε, πόσους έρωτες αποχαιρετήσαμε, με πόσους συντρόφους λογομαχήσαμε για όλα τα θέματα του κόσμου υπο τους ήχους του κι μετά χαμογελάσαμε καθώς ακουγαμε...το εμείς αδερφέ μου.
κι έπειτα τις δύσκολες στιγμές μετά τις απογοητεύσεις της καθημερινότητας, ο ήχος της μουσικής κ η φωνή του κρητικού λυράρη, μας ανεβάζαν την ψυχή, μας την γεμίζαν πίστη κ αισιοδοξία κ έτσι το επόμενο πρωί το χαμόγελο κ η μαχητικότητα φουντώναν στις καρδιές μας.
Τυχεροί όσοι ακούσαν τον λυράρη της Κρήτης να το τραγουδά ζωντανά μπροστά τους, για τις επόμενες γενίες μας μένει η θύμηση του...υπεραρκετή κι αυτη.
Για τα λόγια του Ρίτσου, δεν έχω να πω κάτι, όλα θα ταν λίγα κ λειψά. Φτάνει μονάχα να πω, πως η απλότητα, η μεστότητα κ η δίχως στολίδια σιγουριά για την νίκη μας, είναι τα ελάχιστα που μπορεί κανείς να αναγνωρίσει
σε μια πρώτη ανάγνωση.
Ένα έργο που στηρίζεται σε όργανα όλων των ειδών (παραδοσιακά, πνευστά, «κλασικά»).
Μια τελευταία πληροφορία πρίν σας αφήσω στους στίχους, να σας ταξιδέψουν..
Το τραγούδι «Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν», το οποίο αποδίδει με τον ιδανικότερο τρόπο η Τάνια, το έγραψε ο Ρίτσος το 1948, στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων στο Κοντοπούλι Λήμνου και οι περιγραφές του είναι πράγματι συγκλονιστικές.

Άυριο μπορεί να μας σκοτώσουν

Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο, το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο, όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος,
παράνομη και η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο,
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας, τη φωτογραφία της αγαπημένης μας,
όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς, ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο,
κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν.


Αυτά τα κόκκινα σημάδια

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.

Εδώ είναι ένα φως αδερφικό

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα, ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να 'ναι ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του.

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε, το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ' την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.


Κι έρχομαι μονάχα να σε αγκαλίασω


Κι έρχομαι μοναχά να σ' αγκαλιάσω και να κλάψω αδελφέ μου,
όπως ο ερωτευμένος που γυρνάει από χρόνια στην καλή του,
και μ' ένα του φιλί, της λέει όλα τα χρόνια που περίμενε,
κι όλα τα χρόνια που τους περιμένουν, πέρα απ' το φιλί τους.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι,
που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά,
που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς
για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες
για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους,
για τον πεινασμένο ήλιο, για τον κόσμο-ναι για όλο τον κόσμο
ένα φτωχό, καπνισμένο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.
Και τούτο το τσουκάλι βράζει, βράζει τραγουδώντας

Αυτοί που περιμένουν


Έπεσε ο άνεμος, σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας,
ένα αλέτρι συλλογισμένο, περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά, το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο,
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας οι δυνατοί,
είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι,
κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών,
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές,
που διασχίζουν το μέλλον.
Κι η καρδιά μου εμένα, τίποτα πιότερο συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.

Έχεις ακόμα να κλάψεις πολύ

Τώρα το δέντρο σε κοιτάει κατάματα μέσα απ' τα φύλλα του,
η ρίζα σου δείχνει όλο το δρόμο της,
εσύ κοιτάς κατάματα τον κόσμο δεν έχεις τίποτα να κρύψεις.
Τα χέρια σου είναι καθαρά, πλυμένα με το χοντρό σαπούνι του ήλιου,
τα χέρια σου τ' αφήνεις στο συντροφικό τραπέζι ξέσκεπα,
τα εμπιστεύεσαι στα χέρια των συντρόφων σου.
Η κίνησή τους είναι απλή, γεμάτη ακρίβεια.
Κι όταν ακόμη βγάζεις μια τρίχα απ' το σακάκι του φίλου σου,
είναι σαν να βγάζεις ένα φύλλο απ' το ημερολόγιο
επιταχύνοντας το ρυθμό του κόσμου.
Μ' όλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.

Κι να αδερφέ μου

Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.

Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ' όλες τις καρδιές,
σ' όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα-σύκα
και τη σκάφη-σκάφη.

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
"Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα".
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.

Κι όχι να πείτε

Προλογίζει ο ποιητής.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια, φωνάζαν τα ραδιόφωνα,
ξανάλεγαν τους λόγους, Πίσω απ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος, μέσα στα τύμπανα
αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι. Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί
να δίναν το ρυθμό στα βήματα, δε δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων, μαζεύαμε τα σκόρπια
βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, τη καρδιά τη σημαία. Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω
για να με πιστέψουν, να πουν:" Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο". Εμείς το δίκιο το 'χουμε
μαζί μας και το ξέρουμε. Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
Συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια, στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική
δουλειά της κατοχής. Συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνω απ' το φόβο και πάνω
απ' τον πόνο. Ημέρα, ώρα, σύνθημα, στις τρομερές μουγκές γωνιές της νύχτας, στις
διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο προβολέας του μέλλοντος.
Βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία μονάχα, γραμμένα
στο κουτί των τσιγάρων ή σ' ένα τόσο δα χαρτί κρυμμένο στο παπούτσι ή στο στρίφωμα
του σακακιού μας. Ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ' το θάνατο.
Α, βέβαια όλα τούτα θα πουν, δεν είναι τίποτα. Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα
τα απλά λόγια , από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια μεγαλώνει
το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε...


Κι όχι να πείτε που 'κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα
στον ίδιο τοίχο π' ακουμπήσατε.

Κι όχι να πείτε που 'κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που φόρεσα τις ίδιες
χειροπέδες που φορέσατε.

Κι όχι να πείτε που 'κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πόνεσα μαζί σας
κι ονειρεύτηκα μαζί σας.

Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες
και με βρήκες σύντροφε.

Λοιπόν παιδία μου

Προλογίζει ο ποιητής.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια, φωνάζαν τα ραδιόφωνα,
ξανάλεγαν τους λόγους, Πίσω απ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος, μέσα στα τύμπανα
αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι. Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί
να δίναν το ρυθμό στα βήματα, δε δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων, μαζεύαμε τα σκόρπια
βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, τη καρδιά τη σημαία. Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω
για να με πιστέψουν, να πουν:" Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο". Εμείς το δίκιο το 'χουμε
μαζί μας και το ξέρουμε. Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
Συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια, στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική
δουλειά της κατοχής. Συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνω απ' το φόβο και πάνω
απ' τον πόνο. Ημέρα, ώρα, σύνθημα, στις τρομερές μουγκές γωνιές της νύχτας, στις
διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο προβολέας του μέλλοντος.
Βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία μονάχα, γραμμένα
στο κουτί των τσιγάρων ή σ' ένα τόσο δα χαρτί κρυμμένο στο παπούτσι ή στο στρίφωμα
του σακακιού μας. Ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ' το θάνατο.
Α, βέβαια όλα τούτα θα πουν, δεν είναι τίποτα. Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα
τα απλά λόγια , από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια μεγαλώνει
το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε...


Κι όχι να πείτε που 'κανα
και τίποτα σπουδαίο, (δις)
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα
στον ίδιο τοίχο π' ακουμπήσατε. (δις)

Κι όχι να πείτε που 'κανα
και τίποτα σπουδαίο, (δις)
μόνο που φόρεσα τις ίδιες
χειροπέδες που φορέσατε. (δις)

Κι όχι να πείτε που 'κανα
και τίποτα σπουδαίο, (δις)
μόνο που πόνεσα μαζί σας
κι ονειρεύτηκα μαζί σας. (δις)

Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες
και με βρήκες σύντροφε. (δις)

Τούτες τις μέρες

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει, μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος

Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους


Τώρα είναι δικό σας αυτός ο δρόμος


Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ! Πολύ μακρύς αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος
κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας "πέρασε η ώρα"
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους
των φυλακών, σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων.
Μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που ‘σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που ‘μειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε,
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.

Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ, δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου, και μετράς το σφυγμό του,
πάνω σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρος δρόμος.


Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν
απ' τη βροχή και την από στάση
Η ανάσα τους είν' ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά
Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της
κι ακούει

Πιο κοντά, πιο κοντά
Τούτες τις μέρες...
Πιο κοντά, πιο κοντά