Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Κορμί ετών 22

Ερημικά πουλιά κρύβουν τα μάτια σου
Αχ πώς θυμάμαι τα βλέφαρα σου, αυτά που πνιγμένα θαρρείς από την νεότητα
Αστροβολούν κάθε που τα ζυγώνεις
Λες, δεν είμαι εγώ για σε
Απόρριψη; Πίκρα; Μοναξιάς κέλευσμα πάλι;
Κι όμως εσύ δεν ήσουν χθες, δεν είσαι μέλλον,
είσαι το τώρα

Φλογισμένη αμετροέπεια, κλαις τα κάλλη των 20 σου χρόνων
Και θαρρείς ξέρεις πως είναι ν΄αγαπάς, και να πεθαίνεις;

Μοναδικότητα ψάχνεις στο κάθε νέο άγγιγμα,
παρθενιά στην ψυχή, ακόλαστη εμπειρία στα σκέλια
Ποια παρθενιά προκύπτει από τα μη ειπωμένα,
Μη πραχθέντα, αλλά από καιρό ποθούμενα
Μοιάζει κατανόηση της απόλυτης άρνηση
Μα αγάπη μου, εκεί κρύβεται το απόλυτα μηδέν
Στην αθεράπευτη γνώση της ζωής
Στις μεγάλες εμπειρίες της ηδονής
Κει που όλα τα χες δει, νομίζεις τα έχει βιώσει

Χλευασμός στον έρωτα τα ως εδώ λεχθέντα

Δώσε σε μια αγκαλιά, σε ένα φιλί,
σε ένα σπαραγμό κορμιών τα πάντα από την αρχή
Σαν να μην υπήρξαν,
μα δεν υπήρξαν
Σαν να μην τα βίωσες ξανά
τα βίωσες άραγε;
Εκεί είμαι, είσαι
Θα με πας;

Πληρωμένο το εισιτήριο του ναυαγίου

ΦΑΡΟΣ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ

Μαύρα κεριά τα δάκτυλα σου
Σκληρά, ευαίσθητα, δυνατά πιάνουν θαρρείς την ζωή
από τα γόνατα,
ζητώντας την πλήρη ανατροπή της

μεσάνυχτα βασιλεύει η καταχνιά της ύπαρξης μας

Πόσα θα δώσεις ακόμα, δίχως να λάμβάνεις ηθελημένα;
Πώς θα ανοίξεις για μας την τελευταία πόρτα της δυστυχίας σου;
Πότε θα μπεις στο κρύο βράδυ του σπιτιού μου,
να κάνεις ανάσταση στα ματωμένα γιασεμιά των ματιών μου;

Σκιές γεμίζουν το φως της απελπισίας μας,
Μουγκές φωνές σκιάζουν τις σειρήνες των γοτθικών φυλακών μας
Πως θα με χωρέσεις στην μικρή σου αγκάλη;
Πως θα μεθύσεις από το λιγοστό κράνο των χειλιών μου;

Μαζί, εμείς, εσύ, όλοι

Ανεβαίνεις την σκάλα της κολάσεως, ένα σκαλί ακόμα μένει
Ίσως όλη τελικά. Μέχρι την ρήξη του μεσσιανικού τέλους
Μέχρι τον οργασμό της πανδαισίας των απόλυτων κατόχων του αδίκου
Ποια ηθική σε κράτησε στα ναρκωμένα πατώματα της μιζέριας τους;

Πόσο πονάς την πνοή μου, ουρανέ
Πόσες φωτιές θες να σου ανάψω κεράκι της πληγής μου;
Εν, δυο

Τρέχουν οι σύντροφοι
Εν, δυο
Τρέχεις κι εσύ

Παλικαρίσια κορμοστασιά της ευτυχίας μου
Πόνα τα σκέλια μου, γλείψε τις αμυχές μου
Ερωτεύσου την αχρείαντη παρουσία μου
Βίαια κοίμισε με, γαλήνια ταξίδεψε με
Στις φλεγόμενες βάτους να φτάσει η στριγκλιά του πόθου μου

Ανάστησες όσα είχαν κοιμηθεί με τα χρόνια

Να παρθούμε στο φως των δικό μας λυγμών
Στα σκοτάδια των δικών μας νεκρών
λυσμονώ

Οργασμικά άσματα της μαχόμενης, διαλυμένης ουσία μας
έκλαψες γελώντας γοερά
Ένα φως αργοσβήνει, την ώρα που ανατέλλει το μοναδικό τέλος.-

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑ

Δρόμοι κατεβαίνουν στο φως σου κάποιον δικό μου

για να βρούνε, δίχως ελπίδα, δίχως πόθο

μηχανικά ανθρωπάκια της σκιάς μου

κι εσύ πουθενά, κι εσύ πάντα αλλού


Ανεβαίνει το φεγγάρι στης θάλασσας τον ίστρο

μές σε κύματα και σε θροΐσματα

μές σε πλημμυρίδες και γαλήνιες

κι εσύ; Πουθενά, κι εσύ; Πάντα αλλού


Που με βγάζεις αερικό σε ποίο νέο στοιχειό

θα πρέπει πάλι να τον βρω;

Ποιας πυγολαμπίδας το φωτεινό κεφάλι

Θα λάμψει τα σκοτάδια του για να φωτίσει;


Κέρινα τα χέρια του με νοσταλγούν

Σε άλλων κορμιών αγγίγματα

Θανατικό μου πρόσωπο ποίον κοιτάς;


Να βρεις το βλέμμα που σε έκαψε

Μάτια καστανά, μαύρα μάτια του

Σπίθες να γεννηθούν ξανά σε μιας κόλασης την σπείρα


Μήτε προσδοκώ, μήτε νοσταλγώ, μήτε ποτέ θα περιμένω

Είναι οι σκιές του νου μεγάλες

Χαραμάδες θύελλας γιομάτες πόνο και χαρά

Μετερίζια αλλιώτικα που έσμιξαν σε μια θηλιά αράχνης

Κάηκαν χωρίς στόχο, γέννησαν δίχως όρια

Έσμιξαν το πλήθος των αρνήσεων τους

Μήτε σε έρωτα

Μήτε σε αγάπη

Ποίον πόθο νοσταλγείς;

Ποίο τίποτα φαντάζεσαι;

Σε ένα βράδυ προκυμαίας αλύπητα φαγωμένης

Σ ένα βράδυ κόλασης των ορμών

Των μαύρων φιδιών των ερπετών, του φιδιού της, του ροδίου του

Δίχως έκκρισης, δεν πρόκαμαν να βγουν φοβήθηκαν την θύελλα των μελλούμενων

Δίχως λέξεις, που να χωρέσουν σε μια γήινη φωτιά που αναβλύζει η απόλυτη ανάγκη της αγάπης

Δίχως εξηγήσεις καλού, κακού κι ανήθικου

Δίχως ποτέ να θυμηθείς ξανά το πύρινα ποτάμια των χειλιών σου


Είμεθα ένα, είμεθα εμείς, είμεθα δραπέτες

Ενός υπερωκεανίου που στεριά δεν θα βρει, μήτε σε παγόβουνα έτσι άπνιγα θα καταπέσει

Είμεθα πληβείοι της κολάσεως, δημογέροντες ετούτης της ζωής

Είμεθα εκείνοι που θα σε προσμένουν

Ξωτικό του θανάτου μου, αερικό της ζωής σου

Βγες ξανά περπάτησε στου λάγνου καημού σου τις σιωπές

Τέτοιες σιωπές έρωτα, τέτοιες νεκρικές προσταγές πόθου θα σου γεννήσω


Θα φονεύσω τους φόβους σου, στην γέννα

Θα γεννήσεις τα όνειρα μου στο θαφκιό σου

Οίστρος επανάστασης, άρνησης, κατάφασης

Άρνησης, άρνησης,

Γέννα …τώρα!