Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Του απόκοσμου

Στωικές φιγούρες μοναξιάς τα δάχτυλα όσων να γράψουν θέλουν

Μα δεν μπορούν πια

Φλεγματικές αποστεωμένες υπάρξεις οι ερωτευμένοι που

Άδικα περιμένουν την συντροφιά στο παγερό τους κρεβάτι


Τι κρύβει η απώλεια των αισθήσεων, των παραισθήσεων

Και όσων εν γένει πεπραγμένων πέρασαν σε έναν άδοξα συγκεκριμένο παρελθοντικό χρόνο;


Πόσο διάρκεια θανάτου κρύβει το τέλος του ενεστώτα, η αρχή του αόριστου;

Ποιος υπερσυντέλικος θα μπορέσει να κλείσει τις πληγές των άλλοτε υπαρχόντων μοναδικοτήτων;


Μια αίσθηση έλαβε τέλος, ένας καημός γεννήθηκε στο πέραν

Και μια ανάμνηση ζευγαρώματος συντροφεύει την σκιά της ύπαρξης τους

Πόσος θάνατος κρύβεται σε έναν χωρισμό, και πόση ζωή στο τέλμα της αλήθειας του;


Ποίος αγέρας θα φυσήξει στις κορφές των πόθων να τις κάνει πάλι πέτρες

Αιώνια βράχια μνήμης;


Πόσες βροχές θα πέσουν γεμίζοντας νερό την αφυδατωμένη ύπαρξη μας,

Λησμονώντας έντεχνα θαρρείς την μαύρη μοίρα της μοναξιάς


Για τί πάντα ζω ετεροχρονισμένα τον πόνο και την αγάπη

Πως ο νους καταφέρνει να ξεφεύγει από τον χρόνο, στην στιγμή

Επαναφέροντας το πριν στο θλιμμένο παρόν;


Ποίες χίμαιρες σε σέρνουν στης λήθης τα μονοπάτια

Ποια όχι θα δαμάσουν άτεχνα τα θέλω της ψυχής μας;

Ποία ναι θα διαμορφώσουν την μιζέρια της νέας μας ζωής


Σπάσε τα δεσμά του χρόνου, της ύπαρξης, της φυλακής μας


Έλα στους υδάτινους μονόδρομους της ελευθερίας του έρωτα μας

Ξύπνησε η ηδονή του θείου κορμιού σου

Την ώρα της απόλυτης υποταγής του στο μάταιο παιχνίδι του δυιλισμού

Με παρασέρνει στα δικά του κιτάπια, ερήμην μας


Έλα αετέ μου, στις αγκάλες του Απόλλωνα

Έλα Διόνυσε να πιούμε μαζί τα αρώματα του φωτός μας

Πάμε πουλί μου, στην άκοσμη ζωή της υπέρβασης μας

Σε περιμένω να γίνουμε ένα, πότε του ενός

Γυμνές υπάρξεις

Τι γυρεύεις στους κάμπους

Στις κρύες χίμαιρες των νεκρών;

Άβυσσος χαράζει στα μάτια

εκείνων που ποτέ σπαρακτικά δεν πόθησαν,

όσα ανείπωτα τους καταδίωκαν


Κι εκεί που ψάχνεις για να βρεις

Τις κούφιες λέξεις ποιητών

Μια θάλασσα μαύρη, αέρινη, στοχαστική

σε γυρνά ξανά στον κόσμο

σαν βλέφαρα που λυγίζουν από στεναγμό



Που πας καπετάνιε

Με φουρτούνες, μοναχικός

Πως γυρνάς γυρεύοντας κλεμμένες κραυγές ανθρώπων

δεν έκλαψες εσύ τάχα στην γέφυρα ξημέρωμα του μπάτη;


Χίμαιρες σε εξουσιάζουν

Κι οι κραυγές των ημερεμένων σε γυρνούν γοργά

εκεί που η νύχτα μάγιστρα σκοτεινά φανερώνει τις γυμνές αλήθειες

και το φως κάνει παιχνίδι με την άδολη, άγονη, ανύπαρκτη ύπαρξή του


Χαμογέλα, ήρθε η ώρα της καρδιάς μου

Έρωτος κέλευσμα

Πανσπερμία άστρων, αισθήσεων, πόθων

γενεσιουργικές επιθυμίες έρωτα

Πως με μάγεψες θαλασσινό φεγγάρι;

Αλυτρωτικές μαινάδες οι φωνές των ζευγαριών

Ορφικές σειρήνες η θύμηση των λόγων σου


Της Αμοργού αστέρι, της Κυλλήνης σπινθήρας

Από ποια μάνα αγριμιού γεννήθηκες

άνθρωπε της μοναξιάς μου;

Κύματα τα χέρια σου πλεύρισαν τα κατάρτια μου

Διονυσιακό άγγιγμα η όψη σου στην ημισέληνο


Που θα σε βρώ καημέ μου, ποίες νέες χίμαιρες

προσμένουν την αγέρινη ύπαρξη μου;

Κλάματα αλήθειας όλα τα φιλιά

στιγμές χειλιών λαχτάρισα να κλέψω

Θαλασσινά μάτια της ευτυχίας μου, ξορίστηκα


Ποίο θέρος θα μεριέψει τον καημό μου;

Τέκνο της απελπισίας μου, φορέα των αναγκών μου

τιθασευτή του φευγιού μου, ονειρευτή του ριζικού μου

Ταξίδεψε με στης Χιλής τα χρυσά μονοπάτια

στου Αλγερίου τα βρώμικα σοκάκια, στην Βαγδάτη της ελπίδας


Την αγία νοσταλγία της τελείωσης μην μου αρνηθείς

Όλες τις γυναίκες των ανθρώπων μέσω μου τίκτω

Πριν σε δω, όταν σε γεύτηκα, στον αιώνα τον για σε

Προσμένουν όλες, μαία ομορφιάς να φανερωθείς

κεριά κατάχαμα απλωμένα τα σωθικά μου


Πιες το αλαβάστρινο ποτό των Φαιάκων

Αντάμωσε την χαραυγή στης Περσεφόνης το σκοτάδι

Στα στήθια μου η αρχή, στις άκρες των δακτύλων σου σημάδι

Μέθυσε τον τόπου σου, άρωμα ρόδου αμάραντου

Δεν υπάρχει Άδης για εμάς, τον έθαψε η αγάπη



Του Πίνδαρου Λύρα μάγεψες τον κόσμου μου ολούθε

Παλιό κρασί με πότισες κελευστή της γέννησης μου

Ποίο πάθος ορμά να πνίξει την μορφή μου;

Το κορμί μου κρύψε στον ίσκιο σου για πάντα

Άντρα των προφητειών, ποτέ δικιά σου μην με κάνεις!