Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

καλό ταξίδι

Η ποιήση μας ανεβάζει σκαλοπάτια πιο ψηλά στην σκάλα των ονείρων, των ταξιδίων μα κυρίως της αντοχής.
λίγα λόγια ποιητών που μ ακολουθάνε χρόνια

καλό σας ταξίδι

Τους προβολείς στήσε
άπλετο φως στη ράμπα να πέφτει.

Η δράση να κυλάει
να παρασέρνεται στη δίνη.
Η τέχνη δεν πρέπει ν’ αντανακλά
σαν τον καθρέφτη
μα σαν φακός να μεγεθύνει.

Βλαδίμηρος

Γιατί φόρεσα της λεηλασίας τη στολή ;
Γιατί φόρεσα το πουκάμισο του εμπρηστή;
Όχι, δεν το έκανα από πείνα
Όχι, δεν το έκανα από μάνητα σφαγής

Μόνο και μόνο επειδή ‘μουν δούλος
Και με διέταξαν
ξεκίνησα για να σκοτώσω και να κάψω
Και τώρα πρέπει να με κυνηγήσουνε
Και τώρα πρέπει να με σφάξουνε
……
Και θα κείτουμαι κάτω απ’ τη γη που έχω ρημάξει
χαλαστής που κανείς δεν πονά για το χαμό του
Στεναγμός ανακούφισης θ’αναδεύει πάνω από τον τάφο μου

Μπρεχτ

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου

Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ' τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.

Μην ξεχάσεις~ φτύσ' τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.

Κακναβάτος

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πιά ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά
"Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "

Μα ο εαυτός μου μιά βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Καββαδίας


ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΓΝΟΗΜΑΤΩΝ

Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο.
Όλοι οι αδικούμενοι δέντρα
είναι αν το προτίμησαν αυτό,
μονάχα ν' αδικούνται.

Η συμφορά με γήινο χρώμα τυλίγεται στο δέντρο.
Ω δύναμη της ζωής λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.

Καρούζος

Πάψαν τα λόγια πια να αποτελούν χρησμό,
οι δυνατοί οι στίχοι προφητείες.
Με σύντεχνη ζωή σε δοτική γαλήνη
μας χάιδευε το μέτωπο η ωραία ειρήνη.

Τα ευτυχισμένα πρόσωπα περίσσεψαν,
τα δροσερά παιδάκια έπαιζαν στους δρόμους,
ερωτευμένα πουλιά τραγουδούσαν στον ουρανό.

Τώρα διδάσκουν στα σχολεία την εποχή των αγενών μετάλλων.
Τα φριχτά εγκλήματα που οι πρόγονοί τους διαπράξαν,
τις ακατανόητες πράξεις μας, τα ηλίθια έργα τέχνης,
τους ανάπηρους αιώνες της γήινης προϊστορίας.
Τεράστιο άσπρο περιστέρι με μαρμαρωμένο χαμόγελο
άπλωσε τις φτερούγες της η ωραία ειρήνη.

Μες στο τεράστιο υπόστεγο κυοφορείται
το έκθαμβο μέλλον του αζώτου, ό,τι μες στους αιώνες
ευσυνείδητοι παρασκευάσανε.

Αναγνωστάκης


Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανου!
Ώ! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζηκ'
η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!

Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Βάρναλης


λίγα έβαλα μονάχα, για το μεράκι της καρδίας
μα όσοι ώρα τα έψαχνα ένα ένα, λες κι ταξίδεψα,
λές κι έφυγα απο την οθόνη θαρρείς κι γύρισα τον κόσμο όλο
γύρισα τον κόσμο κείνο που θα κάμουμε δικό μας
γύρισα σε έρωτες που με πονέσαν, κι σε κείνους που με βία πόνεσα εγώ
γύρισα στις πνοες που καρτερώ κι σ όλους εκείνους τους συντρόφους
που ολοβραδίς προσμένω μέχρις να με ξυπνήσουν,
μέχρις να φτάσει η ώρα, μέχρι να πετάξουμε με μιας

για την τελική έφοδο στον ουρανό
για τον τρίτο γύρο τον τελειωτικό


Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο, το κρύβουμε τώρα. Παράνομο χαμόγελο, όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος, παράνομη και η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο, όπως κρύβουμε στην τσέπη μας, τη φωτογραφία της αγαπημένης μας, όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς, ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας. Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο,
κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν.



θέλησα να κλείσω με τον αγαπημένο μου, Ρίτσο
γιατι στα αντρίκια χαρακτηριστικά και στα σπινθηροβόλα
μάτια του καθρεφτίζεται η μαχητικοτητα, η σιγουριά κ η αγάπη των στίχων του ...
δεν ξέρω γιατί μα αυτός ο ποιητής μου μιλά απευθείας στο μυαλό






2 σχόλια:

redship είπε...

καλό ταξίδι μαριζεταα στον όμορφο
χωρο που δημιούργησες
είσαι βράχος πίστης και θέλησης

φυσάει κόντρα

marizetaa είπε...

χρηστο μου

καλά μας ταξίδια...

καλά κοντραρίσματα, κ καλές ομοψυχίες

VENCEREMOS