Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

χαρισμένο

Ποίος πονεί και δεν το λέει
Ποίος συλλογιέται δίχως να πονά;
Ποίος λέει παραμύθια δίχως να χει αγαπήσει;
Πως παλεύεις πουλάκι μου, άμα δεν σου κόψουν τα φτερά;

Τι είναι εκείνο που κινεί την φύση;
Τι είναι κείνο που τρέφει τον άνθρωπο;
Πως μπορεί να μιλά χωρίς ελευθερία;
Τι είναι η ελευθερία; Τι νόημα τάχα έχει χωρίς τον άνθρωπο, τα ζώα, τα φυτά;

Από πού ξεκινάν τα αρχέγονα ερωτήματα; Που βρίσκουν την απάντηση εάν όχι στον εξωτερικό κόσμο;

Αγάπησα πουλάκι μου, και έδωσε στην καρδιά μου κρύο που έγινε φωτιά.
Πυρκαγιά έλουσε τις μέρες μου, μάχη ο αιθέρας, πόλεμος η ματιά.
Κι εσύ μου ζητάς να πλάσω τον μικρόκοσμο εκεί που σπορά πια δεν έχει;

Τα μεγάλα δεν ζητώ, όπως εσύ!

Λίγα, μικρά, απλά, μεστά!
Σαν τον αγώνα του οκτώβρη, σαν τις φλόγες του νίοβρη.
Εκείνα που σε κάνουν πλάσμα, εκείνα που σου ξυπνάν όσα νόμιζαν πέθαναν

Πώς να δω τον κόσμο άσχημο, πνιγερό;
Πώς να κοπάσω την ματιά μου στα άϋλα θαύματα του γιαχβε;
Πώς να τραφώ με αποφάγια;

Πώς να κρύψω την μορφή μου, πίσω από κουρτίνες θολών ιδανικών;
Πως μιλάς άνθρωπε, άμα σου βάζουν ξένα φτερά;
Πως ονειρεύεσαι άνθρωπε, όταν στον ουρανό βλέπεις πρόκες τα φτερά σου;
Πώς να ξορκίσεις την αναπνοή, μέσα στα τσιμέντα της υποκριτικής;
Πώς να αγαπήσεις, παιδάκι μου, άμα κ το γάλα σου γάργαρο δεν μπορείς να πιείς;
Που πήγαν οι σκέψεις σου, αγοράκι μου, όταν μπήκες στο κελί της καθημερινής σου συμφοράς;
Πώς να αγριέψουν οι ανάγκες σου, μάτια μου, όταν ψάχνεις το ψωμί στους κέρινους φαλλούς τους;

Φωτιά και αέρας, νερό και ξέρα, έλα να ακονίσεις τα μαχαίρια σου πάνω μου
Βάλε στα μάτια μάνταλα και τρέχα να βρεις εκείνη την ζωή που σκιάζεσαι να κάμεις

Έλα να πλημμυρίσουμε την γη με μυρωδιές, έλα να γεννήσουμε δραπέτες.
Έλα να ποθήσουμε όσα μέχρι χθες δεν ξέραμε, έλα να τελείωσουμε όσα ποτέ δεν ξεκινήσαμε

Σ αγαπώ