Καμιά φορά μας παρασέρνουν τα λόγια,
ο πόνος, οι πληγές, οι αναζητήσεις,
οι αγωνίες κ οι αμφιβολίες ανθρώπων
που δεν ξέρουμε, που δεν έχουμε μοιραστεί μαζί τους τίποτα πιότερο από δυο βράδια, δυο στιγμές, λίγες ανάσες στις θολές από την κάπνα ταβέρνες, ή και ακόμα λιγότερα, μονάχα λίγες γραμμές ίσως σε ένα φόρουμ, λίγες αράδες ανταπαντήσεων σε ένα μπλογκ, μας παρασέρνουν σε ένα ταξίδι αισθαντικό, σε ένα ταξίδι μιας παράξενης συνύπαρξης αορίστου χρόνου…
Κι ήταν όλες αυτές, όλες οι λίγες αυτές στιγμές αρκετές για να αισθανθούμε ζεστασιά, να νιώσουμε οικεία, να μας ταξιδέψουν σε θάλασσες αλληλοϋποστήριξης, σε λιμάνια κοινών πόθων, εμπειριών, κ από εκεί στο πιο όμορφο απάγκιο, εκείνο της μιας κ μοναδικής ανάγκης, της μέγιστης, της πιο ανθρώπινης, της απλής, της δίχως τίποτα περίσσιο ανάγκης, της αληθινής ανθρώπινης επαφής.
Μιας επαφής που δεν ζητά, δεν ρωτά, δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε, μα τα θέλει όλα, τα αναζητά όλα, τα ερμηνεύει κ τα εισπνέει όλα.
Μια εξομολόγηση ίσως να φανεί, όχι από ψυχής-πόσο αλήθεια άθλια είναι αυτή η λέξη, σαν να με προστάζει να βγω από το σώμα μου-μα από καρδίας. Στο ράδιο παίζει Άσιμος…
Γέμισα όμως κι από μάχες, από πρόσωπα αληθινά όμορφα, που στέκονται θεριά μπρος του καιρού τα γυρίσματα, παλικάρια αληθινά, μιας ζωής στερημένης, γυναίκες που κάτω από την μπούργκα που τους φόρεσαν αμερικανοί τσαρλατάνοι κραδαίνουν σπαθί για να ρημάξουν τους υποδουλωτές τους, τούρκους δερβίσηδες που με υποδέχτηκαν στα σπίτια τους σαν φίλη αληθινή, σαν γειτόνισσα, μακριά από εθνικά μίση και πάθη, κούρδους συνοριοφύλακες, άντρες ζωσμένους με τα τουφέκια της λευτεριάς τους, παλαιστίνιους πρόσφυγες, που γέρασαν οι φωνές τους να μιλάν για τον ξεριζωμό, για τον σπαραγμό που κατάφερε η δύση στα πάτρια εδάφη τους. Βρήκαμε αλλού πατρίδα μου είπε ένα παιδάκι 9 χρονώ φέτος, μα γιατί μας έδιωξαν από την γη των προγόνων μας; Να πάω θέλω μια φορά εκεί που έχασε η γιαγιά μου το ποδάρι της θέλω, μα δεν μ αφήνουν τα σκυλιά των αφεντάδων. Και ένας άλλος στο Παρίσι κρατώντας με αγκαλιά να μην κρυώνω, μου θύμισε τι θα πει αξιοπρέπεια, με μια ιστορία για βιασμένες πλούσιες πια συζύγους, η αξιοπρέπεια του εργάτη μου είπε είναι πάνω από όλες τις ανάγκες, απ όλα τα αισθήματα και τους πόνους της καρδίας, πάνω από την αγάπη είναι μου πε, γιατί χωρίς αξιοπρέπεια όλα είναι υποταγμένα στην δύναμη όσων μας φυλακίζουν. Και κάτι έλληνες μετανάστες στην Γερμανία μου εξήγησαν την λέξη πατρίδα, όταν με δυο τζούρες μπύρας μου παν, δυο πατρίδες έχουμε εμείς, αυτή που γεννηθήκαμε κι αυτή που ζήσαμε, μεγαλώσαμε και γινήκαμε άνθρωποι… και μια Τρίτη, μου ΄πε ο κυρ Κώστας στο αυτί, ολάκερο τον κόσμο, αλλά μην το πεις δυνατά και μας ακούσουν…
Ο πιο καθαρός έρωτας είναι εκεί που ζητάς τα πάντα μα τίποτα δεν θες να κάνεις δικό σου, φτάνουν οι αναπνοές σας που κυλούν μαζί εκείνα τα δευτερόλεπτα του ασίγαστου πάθους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου