Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Σε εκείνους

Ποιο κλάμα, ποιος έρωτας και ποία προσμονή;
Δεν χωράν πια λέξεις νωθρές για τις αριθμητικές του γένους
Κλείστηκαν όχι μόνες, μην θαρρείς,
σ ένα μπουκάλι γεμάτο της αβύσσου

Τώρα με κυβερνά ο μόχθος που δεν έχει γυρισμό
άγνωστοι αριθμοί και χαμένα μαυσωλεία
Τρέχα, κυνήγα και εσύ
δίχως δάκρυα, μπορεί και αμφιβολίες
ακόμα και το λάθος συγχωρείς
αν δεν παρεκκλίνει σε ουτοπικές αλληγορίες

Έτοιμη την έχουνε με μιας
τούτη η ζωή έτσι μονάχα είναι
σκυφτός, μικρός, της μοναξιάς
μεγάλος, τρανός, της δική τους μοναξιά
σε μια καρέκλα γεμάτος παπαρούνες

Μην φεύγεις, μείνε, για σένα μιλάν
ακόμα και εάν εσύ λοξοκοιτάς
την ματιά σου άμα ξέρεις και κρύβεις καλά
και πολεμάς δίχως να βλέπουν τα θηρία
όταν στο φως θα βγεις ξανά
δικές τους θα βρουν τις μελωδίες

Και όταν σε ρωτούν πως είναι η ευτυχία
τα δικά σου όνειρα τα έχεις πια ξεχάσει
μέσα στων χρωματιστών φυκιών την δυσοσμία
και στων καναπέδων τη περήφανη αγκάλη.

Παιδιά σου τρανά, εμείς καθ εικόνα και ομοίωση
το μοντέλο μην σας σπάσει
και πνιγούμε

στων χαμένων παραδείσων

μην φοβηθείς,

την αληθινή τους θύμηση

της κόλασης μας

Τα κύματα θαρρείς να σε ζυγώνουν
κάθε που ξεπροβάλλει η χαραυγή
και εσύ κοντά στο τελείωμα της ονειρογραμμής
ψάχνεις σαν άλλοτε ένα φιλί και ένα χάδι

Ξυπνά βαθιά η πυρκαγιά
και ο ήλιος δύει ακόμα στα επουράνια,
θαρρείς πως ξέρει
και δεν θέλει να κρυφτεί
μην κλείσουν και πάλι μέσα τους
τις σπίθες τους, τα μάτια

Γερτή προσμονή σ αγκαλιάζει
του παράλογου νότες προσμονής.
Η μάνα γνέφει τα σινιάλα της
σαν χαμένη πάλι τραγουδάς
νότες που δεν ακούστηκαν ποτές τους.
ήχοι που δεν έχουν ξαναβγεί
καταστροφής εικόνες απομένουν
στα άγραφα λόγια η ευχή!

Κατάρα στο λιμάνι να κοιτάς
και πάλι μια κρύα, ήρεμη θάλασσα να ανταμώνεις
Μα που να πήγαν πες μου εσύ πια
φουρτούνες, βενετοί κουρσάροι και θαλασσοπόροι;

Ζέστη δεν ζυγώνει πια στα μέρη ετούτα
είναι το σκοτάδι παχύ και δύσοσμο
Ακόμα και εκείνη η φωτεινή μπορντούρα
ξέρεις τώρα δα την επαινούσες!
κλεμμένη από αλλουνού ζωή είναι

Μη σκιάζεσαι που πια δεν θα με δεις
μαύρα πουλιά τα μάτια μου πλημμύρισαν
Και οι όχθες εκείνες που λαχτάραγες μαζί μου
Για να βρεις σβήστηκαν από τα ραντάρ κάποιας εξουσίας