Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Και τώρα τι; Τώρα πώς;

Άνεργος, στο περιθώριο της κακογυαλισμένης βιτρίνας τους, πολλοί μιλάν για σένα με λόγια που σου είναι τόσο ξένα, τόσο μακρινά, γελάς, εξοργίζεσαι που τα ακούς από το στόμα όλων εκείνων που ποτέ δεν έχουν δουλέψει, δεν έχουν μπει ποτέ μήτε για μια στιγμή στην παραγωγή και καλοπερνούν στις πολυτελείς βίλες τους βγάζοντας λόγους για τους δικούς σου λαβυρίνθους, κηφήνες της εξουσίας!

Εσύ ξυπνάς τα πρωινά και δεν έχεις φράγκο για το νοίκι, πρέπει στα 30 σου να μείνεις εγκλωβισμένος στην οικογενειακή "φωλιά" που κάθε τρις και λίγο σου ζητά να πραγματώσεις τα δικά της στεγανά και απωθημένα. Εσύ ξυπνάς τα πρωινά και δεν έχεις να πας πουθενά, τα χέρια σου αδειανά, δεν σου προσφέρουν τίποτα...,
γιατί αυτοί αποφάσισαν ότι τα δικά σου χέρια δεν τους αφήνουν να πολλαπλασιάσουν τα κέρδη τους, που ούτε αυτά τους είναι αρκετά πια.

Πέρασες σε ένα πανεπιστήμιο μετά από τον εφιάλτη των πανελληνίων εξετάσεων, τον κυκεώνα των φροντιστηρίων, κατάφερες κουτσά στραβά να το τελειώσεις δουλεύοντας πότε εδώ και πότε εκεί, έκανες και ξένες γλώσσες, πάλεψες με νύχια και με δόντια κλεισμένος σε 4 τοίχους διαβάζοντας, στην Ομόνοια και στην Πανεπιστημίου κάτω από την βροχή μοιράζοντας φυλλάδια, στις καφετέριες σερβίροντας καφέδες για να πάρεις εκείνο το χαρτί που ίσως σου έδινε μια θέση στην αγορά εργασίας. Είσαι και από τους προνομιούχους ανέργους, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης γαρ, χα!
Σκέψου τι εκφράσεις έχουν πλασάρει για να σε ευνουχίσουν με το βαμβάκι.

Την κρίση τους την πληρώνεις με το καθημερινό σου αδιέξοδο,
τα κέρδη τους με τον αέρα που δεν σου φτάνει πια να αναπνεύσεις.
Σαν ένα νούμερο ακόμα σε παρουσιάζουν που μεγαλώνεις τις στατιστικές τους.

Και ξυπνάς και πάλι το πρωί,
κανένα φως στην άκρη της αβύσσου ...η συνήθης καθημερινότητα.

Είσαι νέος, έχεις όρεξη, αντοχές, όνειρα και θέληση,
δεν έχεις όμως πια ανοχή, αυτή έπαψα εδώ και καιρό πια.
Ανοχή προς εκείνους που παίζουν την ζωή σου στα παζάρια της καλοπέρασης τους.

Και ξάφνου βρήκες δουλειά, ναι το τηλέφωνο χτύπησε, σε πήραν σε κείνο το σούπερ μάρκετ 4ώρο συμβασιούχος για 4 μήνες. Ω ναι έφυγες από την λίστα των ανέργων, καλωσόρισες στην λίστα των χαμηλόμισθων!
Στοιβάζεις προϊόντα, χτυπάς τιμές ώρες ακίνητος πάνω σε ένα ρημαδοσκαμπό και να βλέπεις τους διευθυντάδες να μπαίνουν κουστουμαρισμένοι και μπλαζέ ανεβαίνοντας στα γραφεία τους καταστρώνοντας τα νέα σχέδια για την κερδοφορία της επιχείρησης, περικοπές…
Παλεύεις να μιλήσεις με τους συναδέρφους σου, να μην απολύσουν κανέναν, να αυξήσουν τους πενιχρούς μισθούς σας, να ριχτείτε στη μάχη για όσα σας αξίζουν,
φόβος πλανάται μέσα από τις κάμερες και τα σούρτα φέρτα, το μάτι της εργοδοσίας είναι άγρυπνο μην το ξεχνάς...
Τείχη, τείχη παντού, ακόμα και στα πιο αυτονόητα δικαιώματα του εργαζόμενου, του ανθρώπου.
Θα τους την χαρίσουμε; Θα μας κάνουν να σκύψουμε το κεφάλι; Να μας κλέβουν λίγο λίγο την ζωή που μας ανήκει; Ή ίσως καλύτερα να παλέψουμε για κανένα ευρουλάκι παραπάνω, για μια σταγόνα μοναχά από τα κέρδη που εμείς τους προσφέρουμε, για μια καλύτερη δικιά τους διαχείριση, για ένα πιο λαϊκό(sic!) κοινοβούλιο;
Τους δίνουμε τα νιάτα μας, την ζωή μας, δεν θα υποτάξουμε τα φτερά μας!

Τα θέλουμε όλα και θα τα κατακτήσουμε όλα...
Ήρθε η ώρα της δικιά μας πραγματικότητας, ήρθε η ώρα τους να πάνε στα τσακίδια!

Τον δικό μας ουρανό, δεν θα τον κάνουμε θυσία στα σφαγεία τους!
Στα χέρια μας είναι τώρα το τιμόνι
και η πιο μαύρη νύχτα τους για μας φωτιά θα ξημερώσει…

βλέπεις;

τον δρόμο νωρίς επήρες για την καταχνιά
δεν σου έμελλε εσένα χάδι
να γευτείς στα ξέφρενα δρομάκια της πόλης
έφυγες τρέχοντας γυρεύοντας
τι τάχα δεν ξέρεις ακόμα
μα ήταν η μπόρα του καιρού τέτοια
δεν σ άφηνε να ζήσεις χωρίς το ξυράφι της ζωής


λαβωμένη στεκόσουν χάμω στα παγκάκια της οργής
και δεν έμαθες ακόμα να φυλάγεσαι
παλιάτσοι δεν σε ενόχλησαν ποτέ
σαν να γευόντουσαν από εσέ
μια χάρη και τσαχπινιά
που κείνοι την στερήθηκαν πιότερο κι από εσέ
μονάχα εκείνοι με τα πράσινα αστέρια
καμιά φορά σε μπόλιαζαν
νόμιζαν με του αίματος σου την φοβέρα

γύρισες το προσκεφάλι μα ο ύπνος δεν φωτίζει
εδώ και καιρό το γερτό πια κορμί σου
και ο ήλιος θαρρείς να χάθηκε μαζί
με όσα για ελπίδα πίστευες

φωνές βουητό αρβύλες και ντουφέκια
σαλπάρεις πάλι ανεμίζοντας όσα δεν ξόδεψες
στον ουρανό, στον ουρανό εκεί είναι η θωριά σου
βλέπεις;

στις βουνοκορφές

κάποτε κάποτε σταμάταγαν να μετρούν, σταμάταγαν θαρρείς να τρέχουν

και κάπου εκεί χανόσουν κι εσύ

σαν τους άλλους μες στην λάσπη

κυλούσαν σαν φωτιά γύρω σου όλα εκείνα που θα ήθελες,

μα να ακουμπήσεις δεν σ άφηναν

κι ένας ουρανός καταγάλανος φώτιζε τα λημέρια σου

τουλάχιστον να κοιμηθείς

πριν αρχίσει πάλι να αγκομαχά το πολυβόλο

και η φωνή να βγει από τα σωθικά σου

θα μπορούσε άραγε πάλι;

ψυχή βαθιά με τους αδερφούς σου φώναζες

μα δεν ξέχναγες ποτέ να φιλάς γλυκά κείνα τα μάτια του καπετάνιου

που δεν θα ξανάβλεπες πια

ήταν χλωμή η μέρα που τον πήρε και εσύ τραντάζεσαι

ξύπνα έφθασε η ώρα

μπρος μας οι σκοτωμένοι

πίσω πια οι ζωντανοί